περιτείχισμα: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιτείχισμα:''' τό, περιχαρακωμένος [[τείχος]], σε Θουκ. | |lsmtext='''περιτείχισμα:''' τό, περιχαρακωμένος [[τείχος]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περιτείχισμα -ατος, τό [περιτειχίζω] belegeringsmuur. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:25, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A wall of circumvallation, blockading wall, Th.3.25,5.2, X.HG1.3.5. 2 surrounding wall of a precinct, SIG818.5 (Ephesus, i A. D.).
German (Pape)
[Seite 596] τό, der mit einer Mauer umgebene, befestigte Ort, die Verschanzung; Thuc. 3, 25. 5, 2; Xen. Hell. 1, 3, 5; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
περιτείχισμα: τό, τεῖχος πρὸς περιτείχισιν, πρὸς ἀποκλεισμόν, Θουκ. 3. 25., 5. 2, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3. 5.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
enceinte de fortifications.
Étymologie: περιτειχίζω.
Greek Monolingual
το, ΝΑ περιτειχίζω
1. τείχος που περιβάλλει έναν τόπο, οχύρωμα
2. χώρος που έχει αποκλειστεί από τείχος, περιτειχισμένος χώρος.
Greek Monotonic
περιτείχισμα: τό, περιχαρακωμένος τείχος, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιτείχισμα -ατος, τό [περιτειχίζω] belegeringsmuur.