γυναικισμός: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(8)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[γυναικισμός]]) [[γυναικίζω]]<br />[[συμπεριφορά]] που ταιριάζει σε [[γυναίκα]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[αδυναμία]] του γυναικείου φύλου σε [[σύγκριση]] ή [[σχέση]] με το ανδρικό.
|mltxt=ο (AM [[γυναικισμός]]) [[γυναικίζω]]<br />[[συμπεριφορά]] που ταιριάζει σε [[γυναίκα]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[αδυναμία]] του γυναικείου φύλου σε [[σύγκριση]] ή [[σχέση]] με το ανδρικό.
}}
{{elnl
|elnltext=γυναικισμός -οῦ, ὁ [γυνή] vrouwelijke zwakheid.
}}
}}

Revision as of 11:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναικισμός Medium diacritics: γυναικισμός Low diacritics: γυναικισμός Capitals: ΓΥΝΑΙΚΙΣΜΟΣ
Transliteration A: gynaikismós Transliteration B: gynaikismos Transliteration C: gynaikismos Beta Code: gunaikismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A womanish weakness, Plb.30.18.5, cf. Phld.Mus.p.16K., D.S.31.15, Plu.Caes.63.

German (Pape)

[Seite 510] ὁ, weibisches Benehmen, Pol. 30, 16, 5; Plut. Caes. 63.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικισμός: ὁ, γυναικώδης ἀδυναμία, Πολύβ. 30.16,5.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
timidité ou pusillanimité de femme.
Étymologie: γυναικίζω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
actitud propia de mujer, comportamiento femenino οὐδένα γὰρ γυναικισμὸν ἐν δεισιδαιμονίᾳ πρότερον κατεγνώκει τῆς Καλπουρνίας Plu.Caes.63
ref. despect. a hombres afeminados afeminamiento ὑπερβολὴν ... ἀνανδρίας, ἅμα δὲ καὶ γυναικισμοῦ καὶ κολακείας Plb.30.18.5, cf. D.S.31.15, γυναικισμὸν ὃν καὶ Ἀγάθωνος ... οἱ κωμικοὶ κατηγοροῦσιν καὶ Δημοκρίτου Phld.Mus.1.33.5, cf. 4.14.37.

Greek Monolingual

ο (AM γυναικισμός) γυναικίζω
συμπεριφορά που ταιριάζει σε γυναίκα
αρχ.
η αδυναμία του γυναικείου φύλου σε σύγκριση ή σχέση με το ανδρικό.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυναικισμός -οῦ, ὁ [γυνή] vrouwelijke zwakheid.