διαστίζω: Difference between revisions
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
(9) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[διαστίζω]]) [[στίζω]]<br /><b>1.</b> [[χωρίζω]] [[λέξη]] ή [[φράση]] με τα [[σημεία]] στίξεως<br /><b>2.</b> [[γεμίζω]] με στίγματα [[κάτι]] ή κάποιον, [[διακοσμώ]] με στίγματα<br /><b>μσν.</b><br />[[στιγματίζω]], [[καυτηριάζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[διακρίνω]], [[διαστέλλω]], [[χωρίζω]]. | |mltxt=(AM [[διαστίζω]]) [[στίζω]]<br /><b>1.</b> [[χωρίζω]] [[λέξη]] ή [[φράση]] με τα [[σημεία]] στίξεως<br /><b>2.</b> [[γεμίζω]] με στίγματα [[κάτι]] ή κάποιον, [[διακοσμώ]] με στίγματα<br /><b>μσν.</b><br />[[στιγματίζω]], [[καυτηριάζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[διακρίνω]], [[διαστέλλω]], [[χωρίζω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δια-στίζω interpungeren, leestekens aanbrengen. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A distinguish by a mark, punctuate, [οὐ] ῥᾴδιον διαστίξαι τὰ Ἡρακλείτου Arist.Rh.1407b13: generally, distinguish, Stob.2.7.3c. 2 spot, mottle, Nonn.D. 28.130. 3 brand, Just.Nov.115.4.
German (Pape)
[Seite 604] (s. στίζω), mit Punkten unterscheiden, interpungiren, Arist. rhet. 3, 5; übh. = unterscheiden, Stob.; – fleckig, bunt machen, Nonn. D. 28, 130.
Greek (Liddell-Scott)
διαστίζω: διὰ στιγμῆς διαχωρίζω ἢ διακρίνω, θέτω σημεῖον στίξεως, οὐ ῥᾴδιον διαστίξαι τὰ Ἡρακλείτου Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 6· ποιῶ τι διάστικτον, ποικίλλω διὰ στιγμάτων, Νόνν. Δ. 28. 130.
French (Bailly abrégé)
ao. διέστιξα;
séparer par des signes de ponctuation, ponctuer, acc..
Étymologie: διά, στίζω.
Spanish (DGE)
I tr.
1 salpicar, manchar de puntos (βραχίων) ... διαστίζουσα ... νῶτα κονίης (el brazo cortado) manchando de sangre el rastro de polvo Nonn.D.28.130, en v. pas. (δορὰ παρδάλεως) τῇ μίξει τῶν ἑτεροχροούντων διεστιγμένη Basil.M.31.873B.
2 gram. puntuar, poner signos de puntuación a τὰ Ἡρακλείτου Arist.Rh.1407b13.
II fig. distinguir, diferenciar τὴν τῆς θεότητος καὶ τοῦ σώματος φύσιν Ambr.Fr. en Thdt.Eran.188 (p.165), κρυφίην ὠδῖνα τοκετοῖο e.d. el hijo bastardo del que no lo es, Nonn.D.23.95, ὁ χρόνος οὐκ εἰς δύο πέρατα διαστίξει (τὸ νῦν) ἀλλ' εἰς ἕν Them.in Ph.141.28, Πλάτων δὲ διέστιξε πρῶτος τὸ κατ' ἄνδρα καὶ βίον ἰδιάζον Stob.2.7.3c, ἅπερ ἐπὶ τῷ τῶν γονέων προσώπῳ διεστίξαμεν Iust.Nou.115.4.4, abs. Arr.Epict.1.17.5
•en v. med.-pas. δύο σημεῖα ... διαστίξονται ἀπ' ἀλλήλων Phlp.in Ph.704.15, cf. 17
•métr. διεστιγμένον ἐλέγειον elegíaco distinto n. del pentámetro en un dístico ¯˘˘¯˘˘¯¯˘˘¯˘˘¯ Mar.Vict.111.14.
Greek Monolingual
(AM διαστίζω) στίζω
1. χωρίζω λέξη ή φράση με τα σημεία στίξεως
2. γεμίζω με στίγματα κάτι ή κάποιον, διακοσμώ με στίγματα
μσν.
στιγματίζω, καυτηριάζω
αρχ.-μσν.
διακρίνω, διαστέλλω, χωρίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-στίζω interpungeren, leestekens aanbrengen.