μελλώ: Difference between revisions
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μελλώ:''' -οῦς, ἡ, ποιητ. αντί [[μέλλησις]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''μελλώ:''' -οῦς, ἡ, ποιητ. αντί [[μέλλησις]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελλώ:''' οῦς ἡ задержка, отсрочка, тж. напрасная трата времени Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:36, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦς, ἡ, poet. for μέλλησις, A.Ag.1356.
German (Pape)
[Seite 127] οῦς, ἡ, = μέλλησις, das Zaudern, τῆς μελλοῦς κλέος πέδον πατοῦντες, Aesch. Ag. 1356.
Greek (Liddell-Scott)
μελλώ: -οῦς, ἡ, ποιητ. ἀντὶ μέλλησις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1356· πρβλ. δοκώ.
French (Bailly abrégé)
οῦς (ἡ) :
c. μέλλησις.
Greek Monolingual
μελλώ, -οῡς, ἡ (Α)
βραδύτητα, αργοπορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. < μέλλω + κατάλ. -ώ (πρβλ. λεχ-ώ)].
Greek Monotonic
μελλώ: -οῦς, ἡ, ποιητ. αντί μέλλησις, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
μελλώ: οῦς ἡ задержка, отсрочка, тж. напрасная трата времени Aesch.