προκηραίνω: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προκηραίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[ανησυχώ]] για, <i>τινός</i>, σε Σοφ.· επίσης, τί ποτ' ὦ [[τέκνον]], [[τάδε]] κηραίνεις; [[γιατί]] τελοσπάντων είσαι τόσο [[ανήσυχος]]; σε Ευρ.
|lsmtext='''προκηραίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[ανησυχώ]] για, <i>τινός</i>, σε Σοφ.· επίσης, τί ποτ' ὦ [[τέκνον]], [[τάδε]] κηραίνεις; [[γιατί]] τελοσπάντων είσαι τόσο [[ανήσυχος]]; σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-κηραίνω bezorgd zijn om, met gen.
}}
}}

Revision as of 12:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκηραίνω Medium diacritics: προκηραίνω Low diacritics: προκηραίνω Capitals: ΠΡΟΚΗΡΑΙΝΩ
Transliteration A: prokēraínō Transliteration B: prokērainō Transliteration C: prokiraino Beta Code: prokhrai/nw

English (LSJ)

   A to be anxious for, τινος S.Tr.29.

German (Pape)

[Seite 730] besorgt sein, κείνου, um jenen, Soph. Tr. 29; vgl. Monk Eur. Hipp. 223.

Greek (Liddell-Scott)

προκηραίνω: εἶμαι ἀνήσυχος, μεριμνῶ περί τινος, κείνου προκηραίνουσα, «μεριμνῶσα κατὰ τὸ κέαρ» (Σχόλ.), Σοφοκλ. Τρ. 29.

French (Bailly abrégé)

se préoccuper de, gén..
Étymologie: πρό, κηραίνω.

Greek Monolingual

Α
αδημονώ, ανησυχώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κηραίνω (II) «έχω πολλές φροντίδες, ανησυχώ»].

Greek Monotonic

προκηραίνω: μέλ. -ᾰνῶ, ανησυχώ για, τινός, σε Σοφ.· επίσης, τί ποτ' ὦ τέκνον, τάδε κηραίνεις; γιατί τελοσπάντων είσαι τόσο ανήσυχος; σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-κηραίνω bezorgd zijn om, met gen.