ἀφύη: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀφύη:''' ἡ, σε γεν. πληθ. <i>ἀφύων</i> (όχι <i>ἀφυῶν</i>), είδος αντζούγιας ή σαρδέλας, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀφύη:''' ἡ, σε γεν. πληθ. <i>ἀφύων</i> (όχι <i>ἀφυῶν</i>), είδος αντζούγιας ή σαρδέλας, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφύη:''' ἡ (gen. pl. ἀφύων) сардина или анчоус Arph., Arst., Plut., Luc.
}}
}}

Revision as of 13:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφύη Medium diacritics: ἀφύη Low diacritics: αφύη Capitals: ΑΦΥΗ
Transliteration A: aphýē Transliteration B: aphyē Transliteration C: afyi Beta Code: a)fu/h

English (LSJ)

[ῠ], ἡ (gen. pl. ἀφύων, not ἀφυῶν, Hdn.Gr.1.425.13),

   A small fry of various fishes (cf. ἀφρός III), Epich.60,89,124, Ar.Ach.640, Hices. ap. Ath.7.285b; = μεμβράς, Hsch.; nickname of ἑταίρα, Ath. 13.586b: prov., ἀφύα πῦρ or εἶδε πῦρ ἀ. 'no sooner said than done', Zen.2.32, Eust.1150.40.—Not used in sg. by Att., acc. to Hsch. s.v. ἀφύων τιμή.

German (Pape)

[Seite 415] ἡ, gew. im plur., nach B. A. p. 473 gen. ἀφύων; Sardelle, ἰχθύδιον φαῦλον καὶ λυπρὸν, ἀργυρίζον τῇ χροίᾳ B. A. p. 472; nach Ath. XIII, 586 b λευκαὶ, λεπταὶ, τοὺς ὀφθαλμοὺς μεγάλους ἔχουσι; eigtl. von ἀφύω. weil man sie aus dem Schlamm entstanden wähnte, Ael. H. A. 2, 22, od. nach Anderen aus Schaum (ἀφρός).

Greek (Liddell-Scott)

ἀφύη: [ῠ], ἡ, (ἀλλ.’ ἐν τῇ γεν. πληθ. ἀφύων, οὐχὶ ἀφυῶν, Α. Β. 473)· κοινῶς ὑποτίθεται ὅτι εἶναι ἡ σαρδέλλα, ἀλλὰ κατὰ τὸν Yarrell καὶ Adams εἶναι διάφορόν τι εἶδος, ἡ Motella glauca, κατὰ πρῶτον ἐν Ἐπιχ. 35 Ahr., Ἀριστοφ. Ἀχ. 640, κτλ.· πρβλ. Ἀθήν. 586Β· πρβλ. ἀφρῖτις καὶ ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 54.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
anchois ou sardine.
Étymologie: DELG on peut accepter l’étym. pop. ἀ priv., φύω, car il ne s’agit pas d’un poisson précis, mais de la friture, de petits poissons « qui n’ont pas poussé ».

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Alolema(s): dór. -α Sotad.Com.1.30, Xenocr.7, Sud.s.u.; lat. apua Apic.4.138; aphye Plin.HN 31.95

• Prosodia: [-ῠ-]

• Morfología: [gen. plu. -ύων Hdn.Gr.1.425]
1 ict. n. genérico de alevín de diferentes especies de peces como chanquete, boquerón, jurel, bocarte, etc., de pequeño tamaño y barato:
a) en cont. alusivos a sus posibles orígenes: nacido espontáneamente de la espuma, tb. llamado ἀφρός Arist.HA 569a29, ἀφρῖτις Ath.285a, 325b, del limo ταῖς ἀφύαις ὁ πηλὸς γένεσίς ἐστι Ael.NA 2.22;
b) c. ref. a las diversas especies ἡ μὲν ἀ. ... κωβῖτις op. φαληρική Arist.HA 569b22, cf. Ath.285a, Φαληρική como mayor y de mejor calidad, Sotad.Com.l.c., Matro SHell.534.22, Macho 36, μεγαρική y op. μεμβράς Alciphr.3.17.1, Mnesith.Ath.38.25, Hsch., o μεμβράς Aristonym.Fr.3, op. σμαρίδες y κάμμαροι Epich.24, modalidad ἀκανθώδης seguramente jurel, caranx trachurus Mnesith.Ath.l.c.
tb. llamada ἔγγραυλις Opp.H.4.469.
2 pescadito como alimento en frituras, salazón, etc. τὴν ἀφύην μίνθου Archestr.SHell.140.1, junto c. κωρίδας τε καμπύλας Epich.113, cf. Ar.Eq.645, 649, ἀφύα βραχύτατόν ἐστι ... λοπάσι σκευαζόμενον Xenocr.7, patina de apua, plato de anchoas Apic.4.138, 139, 147
apreciada por su sabor ἡδίστη Call.Com.10.
3 en prov. y usos irónicos ἀφύων τιμὴν περιάψας de los atenienses por alusión a «λιπαρὰς Ἀθάνας» Ar.Ach.640, ἀφύην κινεῖν δοκεῖς Hermipp.14
ἀφύα ἐς πῦρ la anchoa al fuego ref. a una acción inmediata, Zen.2.32, Sud., ἴδε πῦρ, ἀφύη Eust.1150.40, ἀφύων τιμὴ τὸ ἔλαιον lo que vale de las anchoas es el aceite Sud.
como apodo de una hetera por su aspecto débil la raspa, la anchoa Ath.586b.

• Etimología: Quizá de φύω q.u. y ἀ- privativa, aunque puede tratarse de una etim. popular.

Greek Monolingual

ἀφύη, η (Α)
η σαρδέλα, η αντσούγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη εκδοχή αφύη < α- στερ. + φύω (φύομαι), αν ληφθεί υπ' όψιν ότι δεν πρόκειται για είδος ψαριού, αλλά για τη δήλωση μικρών ψαριών «που δεν εφύησαν, δηλ. δεν γεννήθηκαν». Σ' αυτή την ετυμολόγηση συντείνει και η ύπαρξη ενός ουσ. nonnati και nonnats «τα μικρά ψάρια που δεν έχουν ακόμη γεννηθεί». Εξάλλου η σύνδεση με το αφρός, η ετυμολ. αφύη < από + ύει, καθώς και αφύη < αφύω, εξαιτίας του λευκού χρώματος, οφείλονται σε παρετυμολογία].

Greek Monotonic

ἀφύη: ἡ, σε γεν. πληθ. ἀφύων (όχι ἀφυῶν), είδος αντζούγιας ή σαρδέλας, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀφύη: ἡ (gen. pl. ἀφύων) сардина или анчоус Arph., Arst., Plut., Luc.