ἀκατάσκευος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάσκευος]], -ον) [[κατασκευή]]<br />[[ανεπιτήδευτος]], [[απέριττος]], [[απλός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[άμορφος]], αυτός που δεν έχει λάβει την οριστική του [[μορφή]], <b>βλ.</b> [[ακατασκεύαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απλός]], [[αστόλιστος]], [[γυμνός]]<br />«τὴν ἁπλήν τε καὶ ἀκατάσκευον... τῆς θείας γραφῆς διάνοιαν» (Γρηγ. Νύσσ. Μ. 45.1185d)<br />«ἡ ἑκάστου [[ψυχή]]... [[λιτή]] τις καὶ [[ἀκατάσκευος]] ἐπιχωριάζει τοῑς [[κάτω]]» (Γρηγ. Νύσσ. Μ 46.1004c)<br /><b>2.</b> [[σαθρός]], [[αστήριχτος]] (για [[επιχείρημα]] που δεν θεμελιώνεται με αποδείξεις)<br />«ψιλὴν καὶ ἀκατάσκευον τὴν βλασφημίαν προβάλλεται, οὐδενί λογισμῷ κατασκευάζων τὴν ἀτοπίαν» (Γρηγ. Νύσσ. Μ 32.693c)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό (αποδίδεται σε πλοία)<br /><b>4.</b> [[πρωτόγονος]], [[απολίτιστος]]<br />«[[ἀκατάσκευος]] [[βίος]]» (<b>Διόδ.</b> 5.39)<br /><b>5.</b> [[ακατάστατος]], [[χωρίς]] [[τάξη]] (Αισχίν. 3.163). | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάσκευος]], -ον) [[κατασκευή]]<br />[[ανεπιτήδευτος]], [[απέριττος]], [[απλός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[άμορφος]], αυτός που δεν έχει λάβει την οριστική του [[μορφή]], <b>βλ.</b> [[ακατασκεύαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απλός]], [[αστόλιστος]], [[γυμνός]]<br />«τὴν ἁπλήν τε καὶ ἀκατάσκευον... τῆς θείας γραφῆς διάνοιαν» (Γρηγ. Νύσσ. Μ. 45.1185d)<br />«ἡ ἑκάστου [[ψυχή]]... [[λιτή]] τις καὶ [[ἀκατάσκευος]] ἐπιχωριάζει τοῑς [[κάτω]]» (Γρηγ. Νύσσ. Μ 46.1004c)<br /><b>2.</b> [[σαθρός]], [[αστήριχτος]] (για [[επιχείρημα]] που δεν θεμελιώνεται με αποδείξεις)<br />«ψιλὴν καὶ ἀκατάσκευον τὴν βλασφημίαν προβάλλεται, οὐδενί λογισμῷ κατασκευάζων τὴν ἀτοπίαν» (Γρηγ. Νύσσ. Μ 32.693c)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό (αποδίδεται σε πλοία)<br /><b>4.</b> [[πρωτόγονος]], [[απολίτιστος]]<br />«[[ἀκατάσκευος]] [[βίος]]» (<b>Διόδ.</b> 5.39)<br /><b>5.</b> [[ακατάστατος]], [[χωρίς]] [[τάξη]] (Αισχίν. 3.163). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκατάσκευος:''' <b class="num">1)</b> неподготовленный: ἀκατασκεύων (v. l. ἀπαρασκεύων) τῶν ἰδίων ὄντων Aesch. не приведя в порядок свои личные дела;<br /><b class="num">2)</b> безыскусственный (ἐν τοῖς λόγοις Plut.): ὁ ἀ. [[βίος]] Diod. простой образ жизни. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A lacking equipment, πλοῖα PEdgar8.4 (iii B. C.); of savage tribes, Theagen.17. II in Lit. Crit., without artifice or elaboration, Phld.Rh.1.8S., D.H.Th.27, Philostr.V A6.11; epith. of orator, Plu. 2.835b. Adv. -ως Plb.6.4.7. III uncivilized, βίος D.S.5.39. IV disordered, v. l. for ἀπαρασκ., Aeschin.3.163.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάσκευος: -ον, = ἄνευ προετοιμασίας, ἄτεχνος, διάφ. γραφ. ἐν Αἰσχίν. 77. 3, Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 27, Φιλοστρ. 249. - Ἐπίρρ. -ως, Πολύβ. 6.4, 7. ΙΙ. ἁπλοῦς, ἀρχαϊκός, ἀρχέγονος, βίος, Διόδ. 5. 39.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans préparation, sans art.
Étymologie: ἀ, κατασκευή.
Spanish (DGE)
-ον
I 1sin aparejo, sin equipo πλοῖα PCair.Zen.53.4 (III a.C.).
2 de pueblos primitivos de técnica primitiva Theogenes 1, ἀρχαῖος καὶ ἀ. βίος D.S.5.39.
II 1no sustentado o apoyado en pruebas ψιλὴν καὶ ἀκατάσκευον βλασφημίαν προβάλλεται Gr.Nyss.Trin.12.16.
2 sencillo de la fe, Gr.Nyss.Hom.Opif.266.1
•neutr. como subst. sencillez, simplicidad τὸ ἁπλοῦν καὶ ἀκατάσκευον τῶν πνευματικῶν λόγων Basil.M.29.73B.
3 ret. sin artificio, sencillo, sin elaborar o sin reelaborar νοῦς Demetr.Lac.Po.1.8.2, τέχνη Philostr.VA 6.11, de Andócides ἁπλοῦς καὶ ἀ. ἐν τοῖς λόγοις Plu.2.835b
•subst. τὸ ἀ. falta de elaboración del estilo, D.H.Th.27.3, en la argumentación, Phld.Rh.1.15Aur.
III confuso, sin ordenar ἀκατασκεύων αὐτῷ τῶν ἰδίων ὄντων Aeschin.3.163
•informe, caótico de la tierra, Cyr.Al.M.70.977C.
IV adv. espontáneamente, de modo natural ἀ. καὶ φυσικῶς συνίσταται μοναρχία Plb.6.4.7, cf. 10.11.1
•sencillamente ὁ Παῦλος ... ἁπλῶς καὶ ἀ. ... προτίθησιν ... τὸ τοῦ νόμου παράγγελμα Gr.Nyss.Hom. in Cant.226.4.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατάσκευος, -ον) κατασκευή
ανεπιτήδευτος, απέριττος, απλός
μσν.
άμορφος, αυτός που δεν έχει λάβει την οριστική του μορφή, βλ. ακατασκεύαστος
αρχ.
1. απλός, αστόλιστος, γυμνός
«τὴν ἁπλήν τε καὶ ἀκατάσκευον... τῆς θείας γραφῆς διάνοιαν» (Γρηγ. Νύσσ. Μ. 45.1185d)
«ἡ ἑκάστου ψυχή... λιτή τις καὶ ἀκατάσκευος ἐπιχωριάζει τοῑς κάτω» (Γρηγ. Νύσσ. Μ 46.1004c)
2. σαθρός, αστήριχτος (για επιχείρημα που δεν θεμελιώνεται με αποδείξεις)
«ψιλὴν καὶ ἀκατάσκευον τὴν βλασφημίαν προβάλλεται, οὐδενί λογισμῷ κατασκευάζων τὴν ἀτοπίαν» (Γρηγ. Νύσσ. Μ 32.693c)
3. εκείνος που δεν έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό (αποδίδεται σε πλοία)
4. πρωτόγονος, απολίτιστος
«ἀκατάσκευος βίος» (Διόδ. 5.39)
5. ακατάστατος, χωρίς τάξη (Αισχίν. 3.163).
Russian (Dvoretsky)
ἀκατάσκευος: 1) неподготовленный: ἀκατασκεύων (v. l. ἀπαρασκεύων) τῶν ἰδίων ὄντων Aesch. не приведя в порядок свои личные дела;
2) безыскусственный (ἐν τοῖς λόγοις Plut.): ὁ ἀ. βίος Diod. простой образ жизни.