γονυπετέω: Difference between revisions
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γονῠπετέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πέφτω]] στα [[γόνατα]], [[υποκλίνομαι]] ικετευτικά [[μπροστά]] σε κάποιον· <i>τινί</i> ή <i>τινά</i>, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''γονῠπετέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πέφτω]] στα [[γόνατα]], [[υποκλίνομαι]] ικετευτικά [[μπροστά]] σε κάποιον· <i>τινί</i> ή <i>τινά</i>, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γονυπετέω:''' падать на колени (γ. καὶ μαγγανεύειν πρὸς τὰς θεάς Polyb.; τινα и ἔμπροσθέν τινος NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A fall on the knee, Plb.15.29.9, etc. 2 fall down before one, τινά Ev.Matt.17.14, cf. Ev.Marc.1.40: abs., Corn.ND12.
German (Pape)
[Seite 502] auf die Knie fallen, Pol. 15, 29, 9, oft, wie Sp., fußfällig anflehen, τινί u. τινά, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
γονῠπετέω: πίπτω εἰς τὰ γόνατα, Πολύβ. 15. 29, 9, κλ. 2) πίπτω ἔμπροσθέν τινος ἱκετικῶς, τινι Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιζ΄, 14· τινα κ. Μᾶρκ. α΄ , 40.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
tomber à genoux.
Étymologie: γόνυ, πίπτω.
Spanish (DGE)
caer de rodillas, postrarse de hinojos como señal de súplica y respeto religioso πρὸς τὰς θεάς Plb.15.29.9, ἔμπροσθεν αὐτοῦ Eu.Matt.27.29
•abs. Plb.32.15.7, Hld.9.11.4, Eu.Marc.1.40, Corn.ND 12, glos. en POxy.3238.1.1.427
•c. ac. caer de rodillas ante γονυπετῶν αὐτόν Eu.Matt.17.14, cf. Eu.Marc.10.17, ἀθανασίαν Clem.Al.QDS 8, Eus.VC 4.22, παρακαλοῦμεν γονυπετοῦντες τὸ ὕψος ὑμῶν PMasp.2.3.20 (VI d.C.).
English (Strong)
from a compound of γόνυ and the alternate of πίπτω; to fall on the knee: bow the knee, kneel down.
English (Thayer)
γονυπέτω; 1st aorist participle γονυπετήσας; (γονυπετής, and this from γόνυ and ΠΑΤΩ equivalent to πίπτω); to fall on the knees, the act of one imploring aid, and of one expressing reverence and honor: τίνι, τινα, ibid. G L T Tr WH; R G Tr text brackets WH brackets; Winer s Grammar, 210 (197); (Buttmann, 147f (129)); ἔμπροσθεν τίνος, Polybius, Heliodorus; ecclesiastical writings.)
Greek Monotonic
γονῠπετέω: μέλ. -ήσω, πέφτω στα γόνατα, υποκλίνομαι ικετευτικά μπροστά σε κάποιον· τινί ή τινά, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
γονυπετέω: падать на колени (γ. καὶ μαγγανεύειν πρὸς τὰς θεάς Polyb.; τινα и ἔμπροσθέν τινος NT).