κλαδί: Difference between revisions
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κλᾰδί:'''<b class="num">I.</b> μεταπλ. δοτ. του [[κλάδος]]· [[αλλά]],<br /><b class="num">II.</b> <i>κλᾱδί</i>, Δωρ. δοτ. του [[κλείς]]. | |lsmtext='''κλᾰδί:'''<b class="num">I.</b> μεταπλ. δοτ. του [[κλάδος]]· [[αλλά]],<br /><b class="num">II.</b> <i>κλᾱδί</i>, Δωρ. δοτ. του [[κλείς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κλᾱδί:''' Arph. dat. sing. к [[κλάδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:12, 31 December 2018
English (LSJ)
metapl.dat.of κλάδος:—but κλᾱδί, Aeol., Dor.dat.of κλείς.
German (Pape)
[Seite 1445] metaplastischer dat. zu κλάδος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
κλᾰδί: κατὰ μεταπλ. δοτ. τοῦ κλάδος· ― ἀλλὰ κλ℁δί, Δωρ. δοτ. τοῦ κλείς.
Greek Monolingual
το
(AM κλαδίον, Μ και κλαδίν, Α και κλάδιον)
νεοελλ.
φρ. «δεν τον αφήνει σε χλωρό κλαδί» — τον καταδιώκει συνεχώς ή δεν τον αφήνει ήσυχο ούτε λεπτό
νεοελλ.-μσν.
1. κλάδος φυτού, βλαστός δέντρου ή θάμνου που εκφύεται από τον κορμό, κλώνος, κλωνάρι, κλαρί
μσν.
δασώδης ή θαμνώδης τόπος
μσν.-αρχ.
(υποκορ. του κλάδος) μικρός κλάδος, κλαδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδίν, μσν. τ. του αρχ. κλαδίον, υποκορ. του κλάδος (Ι).
ΠΑΡ. νεοελλ. κλάδα, κλαδάκι, κλαδερός, κλαδώνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. κλαδολογώ. (Β συνθετικό) νεοελλ. αγιόκλαδο, ακρόκλαδο, ανθόκλαδο, απόκλαδο, βαγιόκλαδο, κοντόκλαδο, λειανόκλαδο, λιόκλαδο, ματόκλαδο, ξερόκλαδο, ξώκλαδο, χαμόκλαδο, χλωρόκλαδο].
Greek Monotonic
κλᾰδί:I. μεταπλ. δοτ. του κλάδος· αλλά,
II. κλᾱδί, Δωρ. δοτ. του κλείς.
Russian (Dvoretsky)
κλᾱδί: Arph. dat. sing. к κλάδος.