ἑτεροιόω: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑτεροιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[αλλοιώνω]], [[μεταβάλλω]] — Παθ., μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι, [[μετατρέπομαι]], μεταλλάσσομαι, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἑτεροιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[αλλοιώνω]], [[μεταβάλλω]] — Παθ., μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι, [[μετατρέπομαι]], μεταλλάσσομαι, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑτεροιόω:''' делать иным, изменять (τὰ πάντα Plut.); pass. меняться Arst.: [[ἐνθεῦτεν]] ἑτεροιοῦτο τὸ [[νεῖκος]] Her. тогда сражение приняло другой оборот. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A make of different kind, alter, Hp.Acut.37, Plu.2.559c; ἐς τοιήνδε ἕξιν τὸν ἄνθρωπον Aret.SD2.1:—Pass., Hdt.2.142, 7.225, Hp.VM14, Fract.15, Ph.2.93; τὸ-ούμενον τῆς πτώσεως A.D.Synt.96.4. II Pass., to be differentiated, Dam.Pr.220.
German (Pape)
[Seite 1048] anders machen, verwandeln, verändern, im pass. sich ändern, Her. 2, 142. 7, 225; Hippocr. u. Sp.; – περὶ ἑτεροιουμένων schrieb Nic., Anton. Lib. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτεροιόω: ἀλλοιόω, μεταβάλλω, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389, Πλούτ. 2. 559C· εἴς τι Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Νούσ. 2. 1: - Παθ., μεταβάλλομαι, ἀλλοιοῦμαι, Ἡρόδ. 2. 142, 7. 225, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, π. Ἀγμ. 762.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
rendre différent, changer ; Pass. être changé ou altéré.
Étymologie: ἑτεροῖος.
Greek Monotonic
ἑτεροιόω: μέλ. -ώσω, αλλοιώνω, μεταβάλλω — Παθ., μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι, μετατρέπομαι, μεταλλάσσομαι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἑτεροιόω: делать иным, изменять (τὰ πάντα Plut.); pass. меняться Arst.: ἐνθεῦτεν ἑτεροιοῦτο τὸ νεῖκος Her. тогда сражение приняло другой оборот.