ἑτεροιόω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑτεροιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[αλλοιώνω]], [[μεταβάλλω]] — Παθ., μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι, [[μετατρέπομαι]], μεταλλάσσομαι, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἑτεροιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[αλλοιώνω]], [[μεταβάλλω]] — Παθ., μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι, [[μετατρέπομαι]], μεταλλάσσομαι, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑτεροιόω:''' делать иным, изменять (τὰ πάντα Plut.); pass. меняться Arst.: [[ἐνθεῦτεν]] ἑτεροιοῦτο τὸ [[νεῖκος]] Her. тогда сражение приняло другой оборот.
}}
}}

Revision as of 15:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεροιόω Medium diacritics: ἑτεροιόω Low diacritics: ετεροιόω Capitals: ΕΤΕΡΟΙΟΩ
Transliteration A: heteroióō Transliteration B: heteroioō Transliteration C: eteroioo Beta Code: e(teroio/w

English (LSJ)

   A make of different kind, alter, Hp.Acut.37, Plu.2.559c; ἐς τοιήνδε ἕξιν τὸν ἄνθρωπον Aret.SD2.1:—Pass., Hdt.2.142, 7.225, Hp.VM14, Fract.15, Ph.2.93; τὸ-ούμενον τῆς πτώσεως A.D.Synt.96.4.    II Pass., to be differentiated, Dam.Pr.220.

German (Pape)

[Seite 1048] anders machen, verwandeln, verändern, im pass. sich ändern, Her. 2, 142. 7, 225; Hippocr. u. Sp.; – περὶ ἑτεροιουμένων schrieb Nic., Anton. Lib. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροιόω: ἀλλοιόω, μεταβάλλω, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389, Πλούτ. 2. 559C· εἴς τι Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Νούσ. 2. 1: - Παθ., μεταβάλλομαι, ἀλλοιοῦμαι, Ἡρόδ. 2. 142, 7. 225, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, π. Ἀγμ. 762.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
rendre différent, changer ; Pass. être changé ou altéré.
Étymologie: ἑτεροῖος.

Greek Monotonic

ἑτεροιόω: μέλ. -ώσω, αλλοιώνω, μεταβάλλω — Παθ., μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι, μετατρέπομαι, μεταλλάσσομαι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἑτεροιόω: делать иным, изменять (τὰ πάντα Plut.); pass. меняться Arst.: ἐνθεῦτεν ἑτεροιοῦτο τὸ νεῖκος Her. тогда сражение приняло другой оборот.