ἀγάννιφος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγάννῐφος:''' -ον ([[νίφω]]), καλυμμένος από [[πολύ]] [[χιόνι]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀγάννῐφος:''' -ον ([[νίφω]]), καλυμμένος από [[πολύ]] [[χιόνι]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγάννῐφος:''' обильно покрытый снегом, весь в снегу ([[Ὄλυμπος]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 15:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγάννῐφος Medium diacritics: ἀγάννιφος Low diacritics: αγάννιφος Capitals: ΑΓΑΝΝΙΦΟΣ
Transliteration A: agánniphos Transliteration B: aganniphos Transliteration C: agannifos Beta Code: a)ga/nnifos

English (LSJ)

ον,

   A much snowed on, snow-capt, Ὄλυμπος Il.1.420; ἄκρα Epich.130.

German (Pape)

[Seite 9] Ὄλυμπος, Hom. Il. 1, 420. 18, 186, sehr beschneit.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγάννῐφος: -ον, ὁ χιόνι πολλῇ νιφόμενος, κεκαλυμμένος ὑπὸ χιόνος, Ὄλυμπος, Ἰλ. Α, 420.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couvert de neiges abondantes.
Étymologie: ἄγαν, νίφω.

English (Autenrieth)

([σ]νίφω): snowy, snowcapped, epith. of Mt. Olympus. (Il.)

Spanish (DGE)

(ἀγάννῐφος) -ον

• Prosodia: [ᾰ-]
muy nevado, cubierto de nieve Ὄλυμπος Il.1.420, 18.186, Hes.Fr.229.6, 15, h.Merc.325, 505, Γάργαρα Epich.128.

• Etimología: La doble -νν- es un eolismo; término formado a partir de ἄγα- + *snigh-.

Greek Monotonic

ἀγάννῐφος: -ον (νίφω), καλυμμένος από πολύ χιόνι, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγάννῐφος: обильно покрытый снегом, весь в снегу (Ὄλυμπος Hom.).