ἀναθερμαίνω: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναθερμαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[ξαναζεσταίνω]], [[αναθερμαίνω]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀναθερμαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[ξαναζεσταίνω]], [[αναθερμαίνω]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναθερμαίνω:''' <b class="num">1)</b> вновь согревать (ψυχομένην κραδίην Anth.; ψύχεσθαι καὶ ἀναθερμαίνεσθαι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> возбуждать: ἀ. τὴν μέλλησίν τινος Plut. выводить кого-л. из состояния вялости.
}}
}}

Revision as of 16:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναθερμαίνω Medium diacritics: ἀναθερμαίνω Low diacritics: αναθερμαίνω Capitals: ΑΝΑΘΕΡΜΑΙΝΩ
Transliteration A: anathermaínō Transliteration B: anathermainō Transliteration C: anathermaino Beta Code: a)naqermai/nw

English (LSJ)

   A warm up, heat again, AP11.55:—Pass., become warm again, Hp.Epid.1.2, cf. 26.β,Arist.HA569b11: πυρετὸς -όμενος Hp.Prog.17.

German (Pape)

[Seite 188] wieder erwärmen, übertr., aufregen, τὴν μέλλησιν Plut. Phoc. 6; κραδίην Pallad. 24 (XI, 55).

French (Bailly abrégé)

réchauffer.
Étymologie: ἀνά, θερμαίνω.

Spanish (DGE)

I 1recalentar τὰς φρένας enloquecer S.Fr.822.
2 reanimar, reconfortar Βάκχος ... ἀναθερμαίνων ψυχομένην κραδίην AP 11.55 (Pall.), cf. Luc.Dem.Enc.15, ποιητικὴν καὶ μουσικὴν Ἔρως δύναμιν ... ἀναθερμαίνει Plu.2.405f.
II en v. med.
1 recobrar el calor, volver a calentarse ἄκρεα Hp.Epid.1.26.2, cf. Epid.1.2, πυρετὸς ... ἀναθερμαινόμενος volviendo a subir la fiebre Hp.Prog.17, τὸ σῶμα Hp.Liqu.2, ὁ ἀήρ Hp.Flat.8
sin sent. iter. claro calentarse ἡ γῆ Arist.HA 569b11, de pers. ταῖς χερσὶν ἀναθερμανθέντες Arist.Pr.948a11.

Greek Monolingual

ἀναθερμαίνω)
θερμαίνω εκ νέου, ξαναζεσταίνω
νεοελλ.
αναζωογονώ, αναζωπυρώνω, τονώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θερμαίνω.
ΠΑΡ. αναθέρμανση (-ις)].

Greek Monotonic

ἀναθερμαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, ξαναζεσταίνω, αναθερμαίνω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναθερμαίνω: 1) вновь согревать (ψυχομένην κραδίην Anth.; ψύχεσθαι καὶ ἀναθερμαίνεσθαι Arst.);
2) возбуждать: ἀ. τὴν μέλλησίν τινος Plut. выводить кого-л. из состояния вялости.