ἀνεπιστασία: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(4) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνεπιστασία]], (AM)<br />[[έλλειψη]] επιστασίας, επίβλεψης, [[αμέλεια]]. | |mltxt=[[ἀνεπιστασία]], (AM)<br />[[έλλειψη]] επιστασίας, επίβλεψης, [[αμέλεια]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνεπιστᾰσία:''' ἡ невнимательность, пренебрежение или опрометчивость Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A inattention, thoughtlessness, Pl.Ax.365d; distraction, insensateness (of passion), Phld.Ir.p.33 W.; want of reflection, Simp.in Cael.163.35,al.
German (Pape)
[Seite 225] ἡ, Unachtsamkeit, Plat. Ax. 365 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπιστασία: ἡ, ἔλλειψις ἐπιστασίας, ἀλογιστία, ἀπροσεξία, Πλάτ. Ἀξ. 365D. - τὸ μὴ ἐπίστασθαι, «ἐπιφερομένους ἐνίοτε διὰ τὴν ἀνεπιστασίαν εἰς ξύλα καὶ τοίχους» Ἀνών. Εἰλητάρ. Ἡρακλεωτ. μερ. 1, σ. 46Β.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
falta de atención συνάπτεις γὰρ ... παρὰ τὴν ἀνεπιστασίαν ἀνεπιλογίστως τῇ ἀναισθησίᾳ αἴσθησιν Pl.Ax.365d
•falta de reflexión ἀνοίας ... καὶ ἀνεπιστασίας πεπλήρωται Simp.in Cael.163.35
•insensatez Phld.Ir.p.33.
Greek Monolingual
ἀνεπιστασία, (AM)
έλλειψη επιστασίας, επίβλεψης, αμέλεια.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπιστᾰσία: ἡ невнимательность, пренебрежение или опрометчивость Plat.