Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνδροκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνδροκτόνος:''' -ον ([[ἀνήρ]], [[κτείνω]]), αυτός που φονεύει άνδρες, [[δολοφονικός]], σε Ηρόδ., Ευρ.
|lsmtext='''ἀνδροκτόνος:''' -ον ([[ἀνήρ]], [[κτείνω]]), αυτός που φονεύει άνδρες, [[δολοφονικός]], σε Ηρόδ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνδροκτόνος:''' убивающий мужей ([[Ἀμαζόνες]] Her.; Κύκλωπες Eur.): γυνὴ ἀ. Soph. ap. Plut. мужеубийца.
}}
}}

Revision as of 16:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδροκτόνος Medium diacritics: ἀνδροκτόνος Low diacritics: ανδροκτόνος Capitals: ΑΝΔΡΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: androktónos Transliteration B: androktonos Transliteration C: androktonos Beta Code: a)ndrokto/nos

English (LSJ)

ον, (κτείνω)

   A man-slaying, murdering, Hdt.4.110, S.Fr.187, E. Cyc.22.

German (Pape)

[Seite 218] den Mann mordend, Her. 4, 110; γυνή Soph. frg. bei Plut. aud. poet. p. 11; menschenmordend, Κυκλωπες Eur. Cycl. 22; ὅπλα Philp. 54 (Plan. 177).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδροκτόνος: -ον, (κτείνω) ἀνδροφόνος, ὁ φονεύων ἐν γένει ἄνθρωπον, Ἡρόδ. 4. 110, Σοφ. (;) παρὰ Πλουτ. 2. 35Ε, Εὐρ. Κύκλ. 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 homicide;
2 qui tue son mari.
Étymologie: ἀνήρ, κτείνω.

Spanish (DGE)

-ον
1 que mata, asesinode un jabalí, B.18.23, de las Amazonas, Hdt.4.110, de los Cíclopes, E.Cyc.22.
2 asesina de su marido S.Fr.187, cf. ἀνδροκόνος.

Greek Monolingual

ἀνδροκτόνος, -ον (Α)
ο φονιάς ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -κτόνος < κτείνω «σκοτώνω».
ΠΑΡ. αρχ. ανδροκτονώ].

Greek Monotonic

ἀνδροκτόνος: -ον (ἀνήρ, κτείνω), αυτός που φονεύει άνδρες, δολοφονικός, σε Ηρόδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδροκτόνος: убивающий мужей (Ἀμαζόνες Her.; Κύκλωπες Eur.): γυνὴ ἀ. Soph. ap. Plut. мужеубийца.