ἀνακέλαδος: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνακέλᾰδος:''' ὁ, δυνατή [[κραυγή]] ή [[κρότος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀνακέλᾰδος:''' ὁ, δυνατή [[κραυγή]] ή [[κρότος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνακέλᾰδος:''' ὁ шум, крик Eur.
}}
}}

Revision as of 16:29, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακέλᾰδος Medium diacritics: ἀνακέλαδος Low diacritics: ανακέλαδος Capitals: ΑΝΑΚΕΛΑΔΟΣ
Transliteration A: anakélados Transliteration B: anakelados Transliteration C: anakelados Beta Code: a)nake/lados

English (LSJ)

ὁ,

   A loud shout or din, dub.l. in E.Or.185, where Sch. uses the Verb ἀνακελαδέω.

German (Pape)

[Seite 191] ὁ, das Auflärmen, Eur. Or. 182, ch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακέλᾰδος: ὁ, ἰσχυρὰ κραυγὴ ἢ κρότος, ἦχος, Εὐρ. Ὀρ. 185, ἔνθα ὁ Σχολ. μεταχειρίζεται τὸ ῥῆμα ἀνακελαδέω.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
bruit retentissant.
Étymologie: ἀνά, κέλαδος.

Greek Monolingual

ἀνακέλαδος, ο (Α)
δυνατή κραυγή, έντονος θόρυβος, οχλοβοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- επιτ. + κέλαδος «φωνή, βοή, κραυγή»].

Greek Monotonic

ἀνακέλᾰδος: ὁ, δυνατή κραυγή ή κρότος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακέλᾰδος: ὁ шум, крик Eur.