ἀσοφία: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσοφία:''' ἡ, [[απερισκεψία]], [[ηλιθιότητα]], σε Πλούτ., Λουκ.
|lsmtext='''ἀσοφία:''' ἡ, [[απερισκεψία]], [[ηλιθιότητα]], σε Πλούτ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσοφία:''' ἡ безумие, глупость Plut., Luc.
}}
}}

Revision as of 17:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσοφία Medium diacritics: ἀσοφία Low diacritics: ασοφία Capitals: ΑΣΟΦΙΑ
Transliteration A: asophía Transliteration B: asophia Transliteration C: asofia Beta Code: a)sofi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A folly, stupidity, Plu.Pyrrh.29, Luc.Astr.2; rejected by Poll.4.13.

German (Pape)

[Seite 372] ἡ, Thorheit, von Poll. 4, 13 verworfen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσοφία: ἡ, ἔλλειψις σοφίας, ἀνοησία, μωρία, Πλουτ. Πύρρ. 29, Λουκ. Ἀστρολ. 2· ὁ Πολυδ. (Δ΄, 13) δὲν παραδέχεται τὴν λέξιν, «ἄσοφος, εἰ καὶ μή ἐστιν ἡ ἀσοφία».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
folie.
Étymologie: ἄσοφος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Luc.Astr.2
ignorancia, necedad ἀσοφίαν πολλήν Plu.Pyrrh.29, ἀμουσίη ... ἀ. Luc.l.c., cf. Poll.4.13, Pall.V.Chrys.20 p.146.

Greek Monolingual

ἀσοφία, η (Α) άσοφος
η έλλειψη σοφίας, η μωρία, η απερισκεψία.

Greek Monotonic

ἀσοφία: ἡ, απερισκεψία, ηλιθιότητα, σε Πλούτ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσοφία: ἡ безумие, глупость Plut., Luc.