ἄσχετος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄσχετος:''' Επικ. επίσης ἀά-σχετος, -ον ([[σχεῖν]]), [[ακατάσχετος]] ή [[ακατανίκητος]], [[ασυγκράτητος]], [[απροσμάχητος]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἄσχετος:''' Επικ. επίσης ἀά-σχετος, -ον ([[σχεῖν]]), [[ακατάσχετος]] ή [[ακατανίκητος]], [[ασυγκράτητος]], [[απροσμάχητος]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄσχετος:''' v. l. [[ἀάσχετος]] 2<br /><b class="num">1)</b> неудержимый, неукротимый ([[μένος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> невыносимый, нестерпимый ([[πένθος]] Hom.; [[δίψος]] Luc.).
}}
}}

Revision as of 17:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσχετος Medium diacritics: ἄσχετος Low diacritics: άσχετος Capitals: ΑΣΧΕΤΟΣ
Transliteration A: áschetos Transliteration B: aschetos Transliteration C: aschetos Beta Code: a)/sxetos

English (LSJ)

Ep. also ἀάσχετος, ον, (σχεῖν)

   A not to be checked, ungovernable, πένθος ἄσχετον οὐκ ἐπιεικτόν Il.16.549; ἀάσχετον ἵκετο πένθος 24.708; μένος ἄσχετοι υἷες Ἀχαιῶν resistless in might, Od.3.104; μητρός τοι μένος ἐστὶν ἀάσχετον οὐδ' ἐπιεικτόν Il.5.892; κάκον ἄ. Alc.92; ὕβρις Epic. in Arch.Pap.7.6: in later Prose, ἄ. δίψος Luc. Dips.9; ἄ. ὁρμή Aret.SA2.12; of a person, ungovernable, unmanageable, γυνή PMag.Par.1.2071, cf. PMag.Lond.121.593. Adv. -τως Pl.Cra.415d: neut. ἄσχετον, -τα, as Adv., A.R.4.1738,1087.    2 not held together, Phlp. in Ph.533.4.    3 unrelated, πρός τι Anon. in Prm. (Rh.Mus.47.605), cf. Jul.Or.5.163b, Dam.Pr.3, al., Procl. in Cra.p.57 P., al.; ἄ. σχέσις Ps.-Alex.Aphr.in SE152.24; unqualified, ὕλη Dex.in Cat.51.21. Adv. -τως Procl.Inst.122, in Cra.p.70 P.

German (Pape)

[Seite 382] unaufhaltsam, μένος ἄσχετος, unwiderstehlich an Kraft u. Muth; Τηλέμαχ' ὑψαγόρη, μένος ἄσχετε Od. 2, 85. 303. 17, 406; μένος ἄσχετος Κύκλωψ 20, 19; μένος ἄσχετοι υἷες Ἀχαιῶν 3, 104; πένθος ἄσχετον Iliad. 16, 549; Opp. C. 2, 60; vgl. ἀάσχετος. – Adv ἀσχέτως, Plat. Crat. 415 d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 irrésistible;
2 intolérable.
Étymologie: ἀ, ἔχω.

English (Autenrieth)

(σχεῖν) and ἀάσχετος: irresistible; πένθος, ‘overpowering,’ Il. 16.549, Il. 24.708.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): ἀάσχετος Il.5.892, 24.708
I 1incontenible, arrollador de comportamientos μένος Il.5.892, γέλως Pythag.C 6.26, ὁρμή Opp.H.1.492, Aret.SA 2.12.1, ὕβρις Dionysius 21re.1
de pers. irreductible, irrefrenable κούρη Nonn.D.4.198, cf. PMag.4.2071, 7.593, frec. c. ac. de rel. μένος ἄσχετοι υἷες Ἀχαιῶν Od.3.104, cf. 2.85, 20.19, tb. de animales ταύρου ... μένος ἀσχέτου Hes.Th.832, ὄφις Nonn.D.4.379
neutr. sg. o plu. como adv. inconteniblemente ἱμερθείς A.R.4.1738, cf. 1087, AP 5.272.2 (Paul.Sil.), Nonn.D.44.67.
2 irresistible, insoportable de abstr. πένθος Il.16.549, 24.708, κάκον Alc.364.1, μῦθος A.R.1.1334, φλόξ A.R.3.1048, ἕλκος Bio 1.40, δίψος Luc.Dips.9, πῆμα Q.S.1.370, ἠελίοιο ... αἴγλη Nonn.D.37.535.
3 intransitable κέλευθος D.P.474.
4 incomprensible μεταδόσεις entre el Padre y el Hijo, Dion.Ar.DN M.3.644A.
II 1que no forma unidad ὁ ἀμφορεὺς καὶ ὁ οἶνος Phlp.in Ph.533.4
subst. τὸ ἄ. falta de unidad τῆς ὕλης Procl.in Cra.57.29.
2 no relacionado c. πρὸς y ac. ἀσχέτου αὐτοῦ ὄντος πρὸς τὰ μετ' αὐτόν (ὁ θεός) Porph.in Prm.3.35, cf. Procl.in Cra.61.20, Dexipp.in Cat.51.21
absoluto, independiente (ὀνόματα) ἀπόλυτά τε καὶ ἄσχετα Gr.Nyss.Eun.1.568, del alma en rel. c. el cuerpo, Iul.Or.8.163b
no alcanzado c. gen. πρὸς τὸ κρεῖττον ἐστράφθαι καὶ ἄσχετον εἶναι τοῦ χείρονος Synes.Insomn.10.
III adv. -ως
1 inconteniblemente τὸ ἀ. ἀεὶ ῥέον lo que fluye siempre sin obstáculo def. de la ἀρετή por falsa etim., Pl.Cra.415d, θρηνοῦσα ... ἀ. D.P.Au.2.8, αὐτοὺς ἀ. ἔχοντας τοῦ δρόμου App.BC 4.129.
2 sin condicionamientos πᾶν ... τὸ τῷ εἶναι ποιοῦν ἀ. ποιεῖ Procl.Inst.122, cf. in Cra.70, ἀ. προνοεῖν Marin.Procl.18.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄσχετος, -ον)
αυτός που δεν έχει καμία σχέση με άλλον
αρχ.-μσν.
1. ακράτητος, ασυγκράτητος
2. ακαταμάχητος
3. απεριόριστος, υπέρμετρος
4. απόλυτος
νεοελλ.
αδαής, ακατατόπιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + (θ.) σχ-, έσχον (αόρ. β' του έχω)].

Greek Monotonic

ἄσχετος: Επικ. επίσης ἀά-σχετος, -ον (σχεῖν), ακατάσχετος ή ακατανίκητος, ασυγκράτητος, απροσμάχητος, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄσχετος: v. l. ἀάσχετος 2
1) неудержимый, неукротимый (μένος Hom.);
2) невыносимый, нестерпимый (πένθος Hom.; δίψος Luc.).