βαρύβρομος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰρύβρομος:''' -ον ([[βρέμω]]), αυτός που προκαλεί ισχυρό κρότο, ήχο, θόρυβο, σε Ευρ.
|lsmtext='''βᾰρύβρομος:''' -ον ([[βρέμω]]), αυτός που προκαλεί ισχυρό κρότο, ήχο, θόρυβο, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''βαρύβρομος:''' Hom., Eur., Arph., Luc. = [[βαρυβρεμέτης]].
}}
}}

Revision as of 17:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠβρομος Medium diacritics: βαρύβρομος Low diacritics: βαρύβρομος Capitals: ΒΑΡΥΒΡΟΜΟΣ
Transliteration A: barýbromos Transliteration B: barybromos Transliteration C: varyvromos Beta Code: baru/bromos

English (LSJ)

ον,

   A loud-roaring, βαρύβρομα θωύσσοντες Hom.Fr. 25; πέλαγος B.16.76; Trag. only in lyr., βρονταί, κῦμα, E.Ph.183, Hel.1305; ἀκταί Id.Hyps.Fr.41.80; loud-sounding, αὐλός, τύμπανα, Id.Hel.1351, Ba.156, cf.Ar.Nu.313; β. ἁρμονία Αἰολίς Lasus 1.

German (Pape)

[Seite 433] stark tönend, Hom. frg. 71; αὐλός Eur. Bacch. 151; τύμπανα Hel. 1305; κῦμα ἅλιον Phoen. 183; πόντος Ar. Nub. 284; sp. D.; βροντή Luc. Tim. 1.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύβρομος: -ον, ὁ βαρύν, ἰσχυρὸν κρότον προξενῶν, Ἀποσπ. Ὁμ. 71, Εὐρ. Φοιγ. 183, κτλ· - αὐλός, τύμπανα Εὐρ. Βάκχ. 156, Ἑλ. 1305· βαρ. ἁρμονία Αἰολίς Λᾶσος 1 Bgk.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. βαρυβρεμέτης.
Étymologie: βαρύς, βρέμω.

Spanish (DGE)

(βᾰρύβρομος) -ον
1 que produce gran estrépito πέλαγος B.17.76, πόντος Ar.Nu.284, Ἀμφιτρίτη Q.S.14.609, κῦμα E.Hel.1305, βρονταί E.Ph.183
que resuena ἀκταί E.Fr.64.80Bond
βαρύβρομα θωύσσοντες dando gritos estentóreos Hom.Fr.25.
2 que produce sonido grave αὐλός E.Hel.1351, τύμπανα E.Ba.156
de donde μοῦσα βαρύβρομος αὐλῶν Ar.Nu.313, Αἰολὶς β. ἁρμονία Lasus 1.3.

Greek Monolingual

βαρύβρομος, -ον (Α)
εκείνος που βροντά βαριά, δυνατά («βαρύβρομοι βρονταί», «βαρύβρομον κῡμα», «βαρύβρομα τύμπανα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + βρόμος «ισχυρός κρότος»].

Greek Monotonic

βᾰρύβρομος: -ον (βρέμω), αυτός που προκαλεί ισχυρό κρότο, ήχο, θόρυβο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

βαρύβρομος: Hom., Eur., Arph., Luc. = βαρυβρεμέτης.