βίβημι: Difference between revisions

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βίβημι:''' ποιητ. [[τύπος]] του [[βαίνω]], [[βηματίζω]]· στον Όμ. μόνο ως μτχ., μακρὰ [[βιβάς]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''βίβημι:''' ποιητ. [[τύπος]] του [[βαίνω]], [[βηματίζω]]· στον Όμ. μόνο ως μτχ., μακρὰ [[βιβάς]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''βίβημι:''' = *[[βιβάσθω]].
}}
}}

Revision as of 18:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βίβημι Medium diacritics: βίβημι Low diacritics: βίβημι Capitals: ΒΙΒΗΜΙ
Transliteration A: bíbēmi Transliteration B: bibēmi Transliteration C: vivimi Beta Code: bi/bhmi

English (LSJ)

poet. collat. form of βαίνω,

   A to stride, used by Hom. only in part., μακρὰ βιβάς Il.7.213, al.; ὕψι βιβάντα 13.371, al. (v. foreg.): Dor. 3sg. βίβαντι Epigr.Lacon. ap. Poll.4.102.

Greek (Liddell-Scott)

βίβημι: ποιητ. ἰσοδ. τύπος τοῦ βαίνω, περιπατῶ, βαδίζω, ἐν χρήσει παρ᾿ Ὁμ. μόνον κατὰ μετοχ., μακρὰ βιβὰς Ἰλ. Η. 213, κτλ.· ὕψι βιβάντα Ν. 371, κτλ. (καὶ νεώτεροι ἐκδόται ἀναγινώσκουσι βιβάντα, βιβᾶσα ἐν τοῖς χωρίοις τοῖς μνημονευθεῖσιν ὑπὸ τὸ ἄρθρον βιβάω)· Δωρ. γ΄ πληθ. βίβαντ, Ἐπιγρ. Λακων ἐν Ahrens Δ. Δωρ. σ. 483.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés. nomin. masc. βιβάς, fém. βιβᾶσα, et acc. masc. βιβάντα;
faire des enjambées, aller à grands pas.
Étymologie: cf. βαίνω, marcher.

English (Autenrieth)

(parallel forms of βαίνω), pres. part. βιβάσθων and βιβάς, acc. βιβάντα and βιβῶντα, fem. βιβῶσα: stride along, stalk; usually μακρὰ βιβάς, ‘with long strides,’ ὕψι βιβάντα, Il. 13.371.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῐ-]

• Morfología: [lacon. 3a plu. βίβαντι epigr. en Poll.4.102]
caminar, andar μακρὰ βιβάς Il.7.213, cf. 3.22, ὕψι βιβάντα a él que marchaba ufano, Il.13.371, cf. A.D.Adu.175.18, 198.1, 17, μακρὰ βιβᾶσα de un alma en el Hades Od.11.539
tal vez montar, saltar κοῦφα βιβάς (al carro), Hes.Sc.323, χείλια ... βίβαντι saltan mil veces epigr.l.c., cf. βαίνω.

Greek Monotonic

βίβημι: ποιητ. τύπος του βαίνω, βηματίζω· στον Όμ. μόνο ως μτχ., μακρὰ βιβάς, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

βίβημι: = *βιβάσθω.