δίχρονος: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
(9)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίχρονος]], -ον)<br /><b>γραμμ.</b> (για τα φωνήεντα <i>α</i>, <i>ι</i>, <i>υ</i>) αυτός που έχει δύο προσωδιακούς χρόνους, [[άλλοτε]] μακρόχρονο κι [[άλλοτε]] βραχύχρονο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μετρ.)</b> [[συλλαβή]] στον στίχο που θεωρείται [[άλλοτε]] μακρόχρονη κι [[άλλοτε]] βραχύχρονη<br /><b>2.</b> αυτός που συντελείται σε δύο χρονικές περιόδους («δίχρονη [[μηχανή]]»)<br />II <b>μσν.-νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί δύο [[χρόνια]]<br /><b>2.</b> [[διχρονίτικος]], [[διετής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[δίχρονον]] (και ως επίρρ.)<br />[[διάστημα]] δύο ετών, δύο [[χρόνια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από δύο βραχύχρονες συλλαβές<br /><b>2.</b> ο [[ισοδύναμος]] με δύο ενωμένους χρόνους.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίχρονος]], -ον)<br /><b>γραμμ.</b> (για τα φωνήεντα <i>α</i>, <i>ι</i>, <i>υ</i>) αυτός που έχει δύο προσωδιακούς χρόνους, [[άλλοτε]] μακρόχρονο κι [[άλλοτε]] βραχύχρονο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μετρ.)</b> [[συλλαβή]] στον στίχο που θεωρείται [[άλλοτε]] μακρόχρονη κι [[άλλοτε]] βραχύχρονη<br /><b>2.</b> αυτός που συντελείται σε δύο χρονικές περιόδους («δίχρονη [[μηχανή]]»)<br />II <b>μσν.-νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί δύο [[χρόνια]]<br /><b>2.</b> [[διχρονίτικος]], [[διετής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[δίχρονον]] (και ως επίρρ.)<br />[[διάστημα]] δύο ετών, δύο [[χρόνια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από δύο βραχύχρονες συλλαβές<br /><b>2.</b> ο [[ισοδύναμος]] με δύο ενωμένους χρόνους.
}}
{{elru
|elrutext='''δίχρονος:''' <b class="num">1)</b> (лат. [[anceps]]) могущий быть то кратким, то долгим (τὰ φωνήεντα Plut. - sc. α, ι, υ);<br /><b class="num">2)</b> стих. равный двум морам, т. е. долгий (sc. [[συλλαβή]]).
}}
}}

Revision as of 18:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίχρονος Medium diacritics: δίχρονος Low diacritics: δίχρονος Capitals: ΔΙΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: díchronos Transliteration B: dichronos Transliteration C: dichronos Beta Code: di/xronos

English (LSJ)

ον, in Metre,

   A of two quantities, common, D.H.Comp.14, Plu.2.737e, S.E.M.1.100; περὶ διχρόνων, title of treatise by Hdn.Gr.    II consisting of two short syllables, [πούς] Heph.3.1, cf. Arc.139.20: metaph. of the pulse, Ruf.Syn. Puls.4.4.    III equivalent to two time-units, Longin.Proll.Heph. p.87C.

German (Pape)

[Seite 647] zweizeitig, von zweifacher Sylbenlänge, anceps. Dion. Hal. u. a. Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

δίχρονος: -ον, ἐν τῇ μετρικῇ, ἐπιδεχόμενος ἀμφότερα τὰ σημεία τοῦ τε μακροῦ καὶ τοῦ βραχέος, κοινὸς τὴν ποσότητα, Λατ. anceps, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 100.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
t. de pros. à deux temps, càd de quantité commune (longue ou brève).
Étymologie: δίς, χρόνος.

Spanish (DGE)

-ον
I métr.
1 que puede ser larga o breve de las vocales indiferenciadas δίχρονα τό τε ᾱ καὶ τὸ ῑ καὶ τὸ ῡ D.H.Comp.14.7, cf. 8, 9, 15.2, D.T.631.5, Plu.2.737e, 738a, Ter.Maur.357, S.E.M.1.100, Aristid.Quint.41.25, 78.14, Mar.Vict.31.20, Περὶ διχρόνων tít. de una obra de Hdn.Gr.
2 consistente en dos sílabas breves (πούς) Heph.3.1, del pirriquio, Longin.Prol.Heph.87, λέξις Arc.139.20, fig., del pulso del recién nacido, en que sístole y diástole son como dos breves, Ruf.Syn.Puls.4.4
que tiene dos moras de la sílaba larga, Anon.Bellerm.1, 3, Mart.Cap.9.982.
II que se da en dos momentos distintos διχρόνους διένειμε τῷ θεῷ τιμάς atribuyó al dios honores en dos momentos distintos Heraclit.All.72.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίχρονος, -ον)
γραμμ. (για τα φωνήεντα α, ι, υ) αυτός που έχει δύο προσωδιακούς χρόνους, άλλοτε μακρόχρονο κι άλλοτε βραχύχρονο
νεοελλ.
1. (μετρ.) συλλαβή στον στίχο που θεωρείται άλλοτε μακρόχρονη κι άλλοτε βραχύχρονη
2. αυτός που συντελείται σε δύο χρονικές περιόδους («δίχρονη μηχανή»)
II μσν.-νεοελλ.
1. αυτός που διαρκεί δύο χρόνια
2. διχρονίτικος, διετής
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το δίχρονον (και ως επίρρ.)
διάστημα δύο ετών, δύο χρόνια
αρχ.
1. αυτός που αποτελείται από δύο βραχύχρονες συλλαβές
2. ο ισοδύναμος με δύο ενωμένους χρόνους.

Russian (Dvoretsky)

δίχρονος: 1) (лат. anceps) могущий быть то кратким, то долгим (τὰ φωνήεντα Plut. - sc. α, ι, υ);
2) стих. равный двум морам, т. е. долгий (sc. συλλαβή).