δυνατέω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ παύσεσθε, εἶπεν, ἡμῖν ὑπεζωσμένοις ξίφη νόμους ἀναγινώσκοντες; → What! will you never cease prating of laws to us that have swords by our sides? | Stop quoting the laws to us. We carry swords.

Source
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῠνᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[δυνατός]]), είμαι [[ισχυρός]], [[δυνατός]], [[μεγαλοδύναμος]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''δῠνᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[δυνατός]]), είμαι [[ισχυρός]], [[δυνατός]], [[μεγαλοδύναμος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''δῠνατέω:''' быть сильным, могущественным (οὐκ ἀσθενεῖ, ἀλλὰ δυνατεῖ NT).
}}
}}

Revision as of 18:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠνᾰτέω Medium diacritics: δυνατέω Low diacritics: δυνατέω Capitals: ΔΥΝΑΤΕΩ
Transliteration A: dynatéō Transliteration B: dynateō Transliteration C: dynateo Beta Code: dunate/w

English (LSJ)

   A = δύναμαι, δυνατήσει τὸ συμβαῖνον ἴσχειν Phld.Sign. 11.    2 to be mighty, 2 Ep.Cor.13.3.

German (Pape)

[Seite 673] viel vermögen, N. T, Ggstz ἀσθενέω.

Greek (Liddell-Scott)

δῠνᾰτέω: εἶμαι δυνατός, ἰσχυρός, Β. Ἐπιστ. π. Κορινθ. ιγ’, 3.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être puissant.
Étymologie: δυνατός.

Spanish (DGE)

tener poder, ser fuerte o poderosoεἰς ὑμᾶς οὐκ ἀσθενεῖ ἀλλὰ δυνατεῖ ἐν ὑμῖν 2Ep.Cor.13.3, τῶν ἀν[θ] ρώπων τοὺς μέγα δυνατ[οῦ] ντας Orph.Comm.19.9
tener poder para c. inf. δυνατεῖ ... ὁ κύριος στῆσαι αὐτόν Ep.Rom.14.4, cf. 2Ep.Cor.9.8, en constr. impers. c. dat δυνατῖ ... τῷ κυρίῳ θεῷ ... ἡμῖν τὴν ὁλοκληρίαν παρασχῖν (sic) el Señor Dios tiene el poder de procurarnos la salud, POxy.3819.9 (IV d.C.).

English (Strong)

from δυνατός; to be efficient (figuratively): be mighty.

English (Thayer)

δυνάτω; (δυνατός); to be powerful or mighty; show oneself powerful: ἀσθενῶ); to be able, have power: followed by an infinitive, L T Tr WH L T Tr WH. Not found in secular writings nor in the Sept.

Greek Monotonic

δῠνᾰτέω: μέλ. -ήσω (δυνατός), είμαι ισχυρός, δυνατός, μεγαλοδύναμος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

δῠνατέω: быть сильным, могущественным (οὐκ ἀσθενεῖ, ἀλλὰ δυνατεῖ NT).