ἐκβλύζω: Difference between revisions
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκβλύζω:''' [[εκρέω]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἐκβλύζω:''' [[εκρέω]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκβλύζω:''' стремительно вытекать, бить ключом: ὑγρῶν [[πλῆθος]] ἐξέβλυσεν Plut. хлынуло огромное количество жидкости. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A gush out, Orph.L.490 ; οἴνῳ LXXPr.3.10. II trans., cause to gush out, ἄμπελος ἐκβλύσει τὸν οἶνον Orph.Fr.255 ; νεκρὸς ὑγρῶν πλῆθος ἐξέβλυσεν Plu.TG13.
German (Pape)
[Seite 754] ausquellen, ausfließen, Orph. lith. 484 u. a. Sp. Bei Eust. auch transit.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβλύζω: ἐκρέω, Ὀρφ. Λιθ. 484, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 13. ΙΙ. ἐκχέω, ὁπόσον ἱδρῶτα... ἐκβλύζει τῶν σαρκῶν ὁ γεωπονῶν Εὐστ. Πονημ. 150. 8., 22. 41.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐξέβλυσα;
faire jaillir.
Étymologie: ἐκ, βλύζω.
Spanish (DGE)
1 intr. fluir, brotar διεφθορότων ὑγρῶν πλῆθος ἐξέβλυσεν Plu.TG 13, ἑῆς θολὸν ἐκβλύζοντα νηδύος Orph.L.490, αἱ πηγαί, αἱ τῆς αὐτῆς ἐκβλύζουσαι γῆς Clem.Al.Prot.1.5.29, cf. I.AI 3.10, de un río ἐκ τῆς τῶν Ἀρμενίων Basil.Ep.365, αἷμα καὶ ὕδωρ del costado de Cristo, Ath.Al.M.28.801A
•rebosar ἵνα ... οἴνῳ ... αἱ ληνοί σου ἐκβλύζωσιν LXX Pr.3.10.
2 tr. hacer brotar, hacer manar ἄμπελος ἐκβλύσει τὸν οἶνον Orph.Fr.255.
Greek Monolingual
(AM ἐκβλύζω, Α και ἐκβλύω)
1. χύνομαι ή ρέω προς τα έξω, αναβλύζω
2. εκκρίνω («τὸ λείψανον... ἐκβλύζει μῡρον», «ὁπόσον ἱδρῶτα ἐκβλύζει τῶν σαρκῶν ὁ γεωπονῶν»).
Greek Monotonic
ἐκβλύζω: εκρέω, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκβλύζω: стремительно вытекать, бить ключом: ὑγρῶν πλῆθος ἐξέβλυσεν Plut. хлынуло огромное количество жидкости.