εἰσοίκησις: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εἰσοίκησις:''' -εως, ἡ, [[κατοικία]], [[διαμονή]], [[τόπος]] διαβίωσης, σπιτικό, σε Σοφ. | |lsmtext='''εἰσοίκησις:''' -εως, ἡ, [[κατοικία]], [[διαμονή]], [[τόπος]] διαβίωσης, σπιτικό, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἰσοίκησις:''' εως ἡ жилище, жилье Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A place for dwelling in, home, ἄοικος εἰ. S.Ph.534 (dub.).
German (Pape)
[Seite 744] ἡ, die Ansiedlung, ἡ ἔσω ἄοικος Soph. Phil. 530.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσοίκησις: -εως, ἡ, τόπος πρὸς οἴκησιν, κατοικία, ἄοικος εἰσοίκησις, ἀκατοίκητος κατοικία, Σοφ. Φ. 534.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
installation, habitation.
Étymologie: εἰς, οἰκέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): ἐσ- Paus.7.2.6
1 concr. morada, habitáculo ἄοικος εἰ. morada que no es casa del lugar en que permaneció Filoctetes, S.Ph.534.
2 abstr. acción de habitar o establecerse, instalación, asentamiento c. gen. subjet. τὸ μαντεῖόν ἐστιν ἀρχαιότερον ἢ κατὰ τὴν Ἰώνων ἐσοίκησιν Paus.l.c., c. gen. obj. τοῦ παραδείσου Gr.Nyss.Res.316.1.
Greek Monolingual
εἰσοίκησις, η (Α)
τόπος για οίκηση, κατοικία.
Greek Monotonic
εἰσοίκησις: -εως, ἡ, κατοικία, διαμονή, τόπος διαβίωσης, σπιτικό, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
εἰσοίκησις: εως ἡ жилище, жилье Soph.