εἰστρέχω: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰστρέχω:''' μέλ. <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έδρᾰμον</i>· [[τρέχω]] προς, σε Θουκ.· με αιτ., [[τρέχω]] μέσα, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''εἰστρέχω:''' μέλ. <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έδρᾰμον</i>· [[τρέχω]] προς, σε Θουκ.· με αιτ., [[τρέχω]] μέσα, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰστρέχω:''' староатт. [[ἐστρέχω]] (fut. εἰσδραμοῦμαι, aor. [[εἰσέδραμον]]) вбегать, врываться, устремляться (οἱ περίπολοι ἐσέδραμον Thuc.; τῶν [[ξένων]] εἰσδραμόντων Plut.; [[ναῦς]] βαθὺν εἰσέδραμε Φᾶσιν Theocr.): εἰσδραμόντες ἥρπαζον ὅ τι [[ἕκαστος]] ἐδύνατο Xen. ворвавшись, они стали грабить кто что мог.
}}
}}

Revision as of 19:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰστρέχω Medium diacritics: εἰστρέχω Low diacritics: ειστρέχω Capitals: ΕΙΣΤΡΕΧΩ
Transliteration A: eistréchō Transliteration B: eistrechō Transliteration C: eistrecho Beta Code: ei)stre/xw

English (LSJ)

aor. I subj.

   A εἰσθρέξωσιν Lyc.1163 : aor. 2 -έδρᾰμον Th. 4.67, Theoc.13.24 : pf. εἰσδεδράμηκα Men.Sam.146 :—run in, Th. l.c.; εἰσέδραμε Φᾶσιν, of a ship, Theoc. l.c. ; ἡ θεὸς (sc.ποδάγρα) διὰ ποδῶν εἰ. Luc.Ocyp.Praef.

German (Pape)

[Seite 746] (s. τρέχω), hineinlaufen; ἐςέδραμον Thuc. 4, 67; ἐςδράμοιεν 4, 111; Φᾶσιν εἰσέδραμε, vom Schiffe, Theocr. 13, 23; den aor. εἰσθρέξωσιν hat Lycophr. 1163.

Greek (Liddell-Scott)

εἰστρέχω: μέλλ. -δρᾰμοῦμαι, ἀόρ. β΄ -έδρᾰμον: - τρέχω ἐντὸς εἰς, Πλαταιῆς τε καὶ περίπολοι ἐσέδραμον Θουκ. 4. 67· βαθὺν δ’ εἰσέδραμε Φᾶσιν, ἐπὶ πλοίου, Θεόκρ. 13. 23.

French (Bailly abrégé)

anc. att. ἐστρέχω;
f. εἰσθρέξομαι, ao.2 εἰσέδραμον;
1 courir ou se précipiter dans;
2 courir sur ou vers.
Étymologie: εἰς, τρέχω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσ- Th.4.67

• Morfología: [aor. ind. -έδραμον Th.l.c., Theoc.13.23, subj. 3a plu. εἰσθρέξωσιν Lyc.1163; perf. εἰσδεδράμηκα Men.Sam.361]
1 de pers. entrar corriendo, apresuradamente c. εἰς y ac. εἰς τὸ πρυτανεῖον Ar.Eq.281, εἰς τὸ δωμάτιον Hld.1.17.3, εἰς τὸν θάλαμον Hld.7.9.4, c. adv. rel. ἐσέδραμον οὗ νῦν τὸ τροπαῖόν ἐστι Th.l.c., εἴσω Men.Sam.361, cf. 252, c. ac. de direcc. δόμους Lyc.l.c., τὸν τοῦ Βαὰλ οἶκον I.AI 9.154, c. compl. sobrentendido por cont. ἀπολαβεῖν τοὺς εἰστρέχοντας πολεμίους detener a los enemigos que entran precipitadamente en la ciudad, Aen.Tact.39.4, εἰσδραμοῦσα entrando deprisa, Act.Ap.12.14, cf. Babr.31.18, Erot.Fr.Pap.Chion.(?) p.308, Ach.Tat.1.7.3
de barcos entrar velozmente, dirigirse velozmente hacia εἰς τὸν λιμένα Plb.1.44.6, c. ac. de direcc. βαθὺν δ' εἰσέδραμε Φᾶσιν la nave Argo, Theoc.l.c.
fig., c. ac. de pers. entrar en, apoderarse de πάθος ... διακένου δόξης εἰσδεδράμηκέ τινα τῶν ... ἀποστόλων un sentimiento de vanagloria se ha apoderado de uno de los apóstoles Cyr.Al.Luc.1.89.19.
2 c. πρός y ac. de pers. acudir corriendo πρὸς τὴν μητέρα Polyaen.6.1.2, πρός με Ach.Tat.2.23.3, περίφοβος εἰσέδραμε πρὸς τὴν Καλλιρρόην Charito 2.7.2.

English (Strong)

from εἰς and τρέχω; to hasten inward: run in.

English (Thayer)

2nd aorist εἰσέδραμον; to run in: Thucydides, Xenophon, others.)

Greek Monolingual

εἰστρέχω (Α)
τρέχω σε ή μέσα.

Greek Monotonic

εἰστρέχω: μέλ. -δρᾰμοῦμαι, αόρ. βʹ -έδρᾰμον· τρέχω προς, σε Θουκ.· με αιτ., τρέχω μέσα, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

εἰστρέχω: староатт. ἐστρέχω (fut. εἰσδραμοῦμαι, aor. εἰσέδραμον) вбегать, врываться, устремляться (οἱ περίπολοι ἐσέδραμον Thuc.; τῶν ξένων εἰσδραμόντων Plut.; ναῦς βαθὺν εἰσέδραμε Φᾶσιν Theocr.): εἰσδραμόντες ἥρπαζον ὅ τι ἕκαστος ἐδύνατο Xen. ворвавшись, они стали грабить кто что мог.