ἐμπάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπάζομαι:''' (πιθ. από το [[ἔμπαιος]]), αποθ., μόνο σε ενεστ., [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]], [[δίνω]] [[προσοχή]], [[προσέχω]], [[μεριμνώ]], [[φροντίζω]], [[νοιάζομαι]], [[ενδιαφέρομαι]] για [[κάτι]], με γεν., σε Όμηρ.· [[άπαξ]] (σε [[μία]] [[περίπτωση]] μόνο), με αιτ. προσ., σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐμπάζομαι:''' (πιθ. από το [[ἔμπαιος]]), αποθ., μόνο σε ενεστ., [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]], [[δίνω]] [[προσοχή]], [[προσέχω]], [[μεριμνώ]], [[φροντίζω]], [[νοιάζομαι]], [[ενδιαφέρομαι]] για [[κάτι]], με γεν., σε Όμηρ.· [[άπαξ]] (σε [[μία]] [[περίπτωση]] μόνο), με αιτ. προσ., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπάζομαι:''' (только praes. и impf.) обращать внимание: ἐμῶν ἐμπάζεο μύθων Hom. слушай внимательно мои слова; οὐκ ἐ. θεοπροπίης Hom. не придавать никакого значения прорицанию.
}}
}}

Revision as of 19:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπάζομαι Medium diacritics: ἐμπάζομαι Low diacritics: εμπάζομαι Capitals: ΕΜΠΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: empázomai Transliteration B: empazomai Transliteration C: empazomai Beta Code: e)mpa/zomai

English (LSJ)

used only in pres. (and later impf., Bion Fr.7.9, Coluth. 113, Nonn.D.15.214),

   A busy oneself about, take heed of, care for, c. gen., ἐμῶν ἐμπάζεο μύθων Od.1.271, al.; οὔτε θεοπροπίης ἐμπάζομαι Il.16.50, cf. Od.2.201; οὔτε ξείνων ἐμπάζομαι οὔθ' ἱκετάων 19.134; οὐκ ἐμπαζόμενον δόξης Timo 50: once c. acc. pers., οὐχ ἱκέτας ἐμπάζεαι Od.16.422; also Ἔριν δ' ἀγέραστον ἐάσας οὐ Χείρων ἀλέγιζε καὶ οὐκ ἐμπάζετο Πηλεύς Coluth.38:—Ep. word, used in late Prose, οὐκ ἀλέγων Ἀδράστειαν οὐδὲ Νέμεσιν ἐμπαζόμενος Ael.Fr.325.

German (Pape)

[Seite 809] sich um Etwas bekümmern, Rücksicht auf Etwas nehmen; μύθων Od. 1, 271; ἱρῶν 9, 553; θεοπροπίης 2, 201; ξείνων ἱκετάων 19, 134; sp. D., wie Bion. 3, 9; auch ἱκέτας, Od. 16, 422; in Prosa erst Sp., wie Euseb.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπάζομαι: ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., δίδω προσοχήν, ἀκούω μετὰ προσοχῆς, φροντίζω, μεριμνῶ, «ἐννοιάζομαι», μέλει μοι, μετὰ γεν., ἐμῶν ἐμπάζεο μύθων Ὀδ. Α. 271, κ. ἀλλ.· οὔτε θεοπροπίης ἐμπάζομαι Ἰλ. Π. 50, πρβλ. Ὀδ. Β. 201· οὔτε ξείνων ἐμπάζομαι οὔθ’ ἱκετάων Τ. 134· -ἅπαξ μετ’ αἰτ. προσ., οὐχ ἱκέτας ἐμπάζεαι Π. 422. Λέξις Ἐπ. ἐν χρήσει παρὰ μεταγενεστέροις πεζογράφοις, ὡς π.χ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 70B. (Πιθαν. συγγενὲς τῷ ἔμπαιος Α).

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
s’attacher à, prendre soin de, gén..
Étymologie: ἐν, πήγνυμι.

English (Autenrieth)

ipf. ἐμπάζετο: care for, w. gen. (acc., Od. 16.422); usually with negative.

Spanish (DGE)

sólo tema de pres. tener en cuenta, tomar en consideración, prestar atención a c. gen. de abstr. οὐτε θεοπροπίης ἐμπάζομαι Il.16.50, Od.2.201, δόξης ἐρίδων τε Timo SHell.824, δίκης Eus.PE 2.5.3, de palabras ἐμῶν ἐμπάζεο μύθων Od.1.271, cf. Call.Fr.784, Bio Fr.10.9, de pers. οὔτε ξείνων ἐμπάζομαι οὔθ' ἱκετάων no presto atención a huéspedes ni a suplicantes, Od.19.134
de animales ocuparse de, cuidar μήλων Colluth.113, cf. Nonn.D.15.214, de personif. ἡ δ' οὔτ' οἰήκων ἐμπάζεται pero la nave (en la tempestad) no hace caso del timón Opp.H.1.231
c. ac. οὐδ' ἱκέτας ἐμπάζεαι ni tomas en consideración a los suplicantes, Od.16.422, ληχμὸν δ' ἐμπάζεσθαι ἀλεείνων evitando ocuparse de la cesación (¿de la vida?), Antim.147, Νέμεσιν Ael.Fr.323, Ἔριν Colluth.38.

• Etimología: Deriv. de un antiguo pres. atem. *ἔμπᾱμι de la r. *peH2- ‘velar’, ‘proteger’, cf. lat. pascō.

Greek Monolingual

ἐμπάζομαι (AM)
φροντίζω, μεριμνώ
αρχ.
φοβάμαι, σέβομαι.

Greek Monotonic

ἐμπάζομαι: (πιθ. από το ἔμπαιος), αποθ., μόνο σε ενεστ., ασχολούμαι με κάτι, δίνω προσοχή, προσέχω, μεριμνώ, φροντίζω, νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι για κάτι, με γεν., σε Όμηρ.· άπαξ (σε μία περίπτωση μόνο), με αιτ. προσ., σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπάζομαι: (только praes. и impf.) обращать внимание: ἐμῶν ἐμπάζεο μύθων Hom. слушай внимательно мои слова; οὐκ ἐ. θεοπροπίης Hom. не придавать никакого значения прорицанию.