ἐμψυχία: Difference between revisions
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
(11) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐμψυχία]], η (Α)<br />η [[ιδιότητα]] του έμψυχου, το να έχει [[κανείς]] [[ψυχή]], ζωή, [[ζωηρότητα]], [[ζωντάνια]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[ψύχος]], η [[ψυχρότητα]] ως κοσμικό [[στοιχείο]] αντίθετο του θερμού («Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῡ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον», <b>Στοβ.</b> Ανθ.). | |mltxt=[[ἐμψυχία]], η (Α)<br />η [[ιδιότητα]] του έμψυχου, το να έχει [[κανείς]] [[ψυχή]], ζωή, [[ζωηρότητα]], [[ζωντάνια]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[ψύχος]], η [[ψυχρότητα]] ως κοσμικό [[στοιχείο]] αντίθετο του θερμού («Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῡ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον», <b>Στοβ.</b> Ανθ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμψῡχία:''' ἡ одушевленность Plut., Sext. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A having life in one, animation, Epicur.Fr.310, Plu.2.1053b, S.E.P.2.25, Theo Sm.p.187 H., Dam.Pr.18, Simp.in Ph.638.2.
German (Pape)
[Seite 821] ἡ, 1) das Beseeltsein; Sext. Emp. adv. math. 9, 199; Plut. stoic. rep. 41. – 2) Kälte, Archel. bei Stob. ecl. 1 p. 454.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμψῡχία: ἡ, τὸ ἔχειν ψυχήν, ζωήν, Πλούτ. 2. 1053Β, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 2. 25. ΙΙ. ἐσωτερικὸν ψῦχος, Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῦ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον Στοβ. Ἐκλογ. 1. 454.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
état d’un être animé, vie.
Étymologie: ἔμψυχος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
posesión de alma, condición animada propia de hombres y dioses ὑπὸ θερμοῦ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον Placit.2.4.5 (= Archel.Phil.A 14), ἄνθρωπός ἐστι τοιουτονὶ μόρφωμα μετ' ἐμψυχίας Epicur.267U., cf. Demetr.Lac.Herc.1055.17.1, ἵνα μή ... οἰηθῶμεν τὴν ψυχὴν ὥσπερ τὴν ἐμψυχίαν ἀθάνατον μὲν εἶναι Boeth.Stoic.3.267.12, τὴν περίψυξιν ἀρχὴν ἐμψυχίας ποιεῖ (Crisipo) al enfriamiento hace origen de animación Plu.2.1053b, cf. Them.in de An.25.34, ἐ. τοῦ πνεύματος Herm.in Phdr.114, τὰ τῆς ἐμψυχίας πάθη Procl.in Cra.p.87.
Greek Monolingual
ἐμψυχία, η (Α)
η ιδιότητα του έμψυχου, το να έχει κανείς ψυχή, ζωή, ζωηρότητα, ζωντάνια
αρχ.
το ψύχος, η ψυχρότητα ως κοσμικό στοιχείο αντίθετο του θερμού («Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῡ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον», Στοβ. Ανθ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐμψῡχία: ἡ одушевленность Plut., Sext.