ἐξανοίγω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξανοίγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[ανοίγω]] εντελώς, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐξανοίγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[ανοίγω]] εντελώς, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξᾰνοίγω:''' <b class="num">1)</b> (широко) отворять, открывать (τὸ [[διάφραγμα]] Diod.);<br /><b class="num">2)</b> перен. пускать в ход (μηχανάς τινας Arph.).
}}
}}

Revision as of 20:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανοίγω Medium diacritics: ἐξανοίγω Low diacritics: εξανοίγω Capitals: ΕΞΑΝΟΙΓΩ
Transliteration A: exanoígō Transliteration B: exanoigō Transliteration C: eksanoigo Beta Code: e)canoi/gw

English (LSJ)

   A lay open, μηχανὰς Σισύφου Ar.Ach.391; διάφραγμα D.S.1.33:—Pass., Str.16.1.10, Ath.Mech.36.9: pf. inf. ἐξανεῷχθαι to be exposed, of high ground, Ath.Med. ap. Orib.9.12.1.

German (Pape)

[Seite 870] (s. ἀνοίγω), ganz eröffnen, Ar. Ach. 391 u. Sp., wie D. Sic. 1, 33.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανοίγω: ἀνοίγω ἐντελῶς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 391. Διόδ. 1. 33.

French (Bailly abrégé)

ouvrir entièrement.
Étymologie: ἐξ, ἀνοίγω.

Spanish (DGE)

1 abrir τὰ στόματα (τῶν ὑστερέων) μαλθακῶς ἐξανοίγειν Hp.Mul.1.68, cf. Ath.Al.M.28.980C, τοῦτο (τὸ διάφραγμα) D.S.1.33, τὴν θύραν καὶ τὰς θρίδας ... χρὴ πάντοθεν ἐξανοίξαντα εἰσεᾶσαι φῶς τε καὶ ἀέρα Gp.15.2.27, en v. pas. εἰ μὴ ταχὺ μὲν ἐξανοίγοιτο τὰ στόμια τῶν διωρύγων Str.16.1.10, cf. Diad.Perf.70, ὅταν ... τοῖς ὑποτόνοις ἐξανοίχθῃ τὸ κατασκεύασμα τῆς ἐξαιρίτιδος Ath.Mech.36.9
fig. destapar, poner en acción ἐξάνοιγε μηχανὰς τὰς Σισύφου despliega las artimañas de Sísifo Ar.Ach.391.
2 en perf. med. estar abierto, estar despejado οἱ μὲν ὑψηλοὶ τῶν τόπων εἰσὶ ... εὐπνούστεροι ... διὰ τὸ πανταχόθεν ἐξανεῷχθαι los lugares más altos están más aireados al estar abiertos por todas partes Ath.Med. en Orib.9.12.1.

Greek Monolingual

και ξανοίγω (AM ἐξανοίγω, Μ και ξανοίγω)
νεοελλ.
1. βλέπω, διακρίνω, παρατηρώ
2. (για ατμοσφαιρ. κατάσταση) αιθριάζω, ξανοίγω
αρχ.-μσν.
ανοίγω, ανοίγω εντελώς («ἐξανοιγέσθωσαν τάφοι», Κων. Πορφ.)
αρχ.
παραλύω, αποσυνθέτω, εξουδετερώνω.

Greek Monotonic

ἐξανοίγω: μέλ. -ξω, ανοίγω εντελώς, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰνοίγω: 1) (широко) отворять, открывать (τὸ διάφραγμα Diod.);
2) перен. пускать в ход (μηχανάς τινας Arph.).