ἐπαρκής: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 643
(13)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἐπαρκής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που ικανοποιεί πλήρως μια [[ανάγκη]], [[αρκετός]] («οὐσίαν... ταῑς δαπάναις ἐπαρκῆ κεκτημένος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <i>επαρκώς</i><br />αρκετά, ικανοποιητικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βοηθητικός]], [[χρήσιμος]]<br /><b>2.</b> (για [[φάρμακο]]) [[δραστικός]], [[αποτελεσματικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[άρχος]] (<span style="color: red;"><</span> [[αρκώ]]) «[[μέσο]] άμυνας, υπεράσπισης»].
|mltxt=-ές (Α [[ἐπαρκής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που ικανοποιεί πλήρως μια [[ανάγκη]], [[αρκετός]] («οὐσίαν... ταῑς δαπάναις ἐπαρκῆ κεκτημένος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <i>επαρκώς</i><br />αρκετά, ικανοποιητικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βοηθητικός]], [[χρήσιμος]]<br /><b>2.</b> (για [[φάρμακο]]) [[δραστικός]], [[αποτελεσματικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[άρχος]] (<span style="color: red;"><</span> [[αρκώ]]) «[[μέσο]] άμυνας, υπεράσπισης»].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαρκής:''' достаточный ([[οὐσία]] ταῖς δαπάναις ἐ. Plut.).
}}
}}

Revision as of 20:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαρκής Medium diacritics: ἐπαρκής Low diacritics: επαρκής Capitals: ΕΠΑΡΚΗΣ
Transliteration A: eparkḗs Transliteration B: eparkēs Transliteration C: eparkis Beta Code: e)parkh/s

English (LSJ)

ές,

   A helpful, κρᾶσις Emp.22.4; of remedies, effective, Nic. Al.564.    II sufficient, οὐσία ταῖς δαπάναις ἐ. Plu.Cic.7, cf. D.P. 1101. Adv. -κῶς IG4.491 (Cleonae).

German (Pape)

[Seite 905] ές, hinreichend; οὐσία ταῖς δαπάναις ἐπαρκής Plut. Cic. 7; D. Per. 1101; – helfend, beistehend, Nic. Al. 577. – Adv., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαρκής: -ές, ὅσος ἐπαρκεῖ, ὅσος χρειάζεται, ἀρκετός, ἐν δὲ ἐπαρκὲς θάλπε βαλὼν χύτρῳ σκαμμώνιον Νικ. Ἀλεξιφ. 577· ἐπαρκῶν, οὐσία ταῖς δαπάναις ἐπαρκὴς Πλουτ. Κικ. 7· πρβλ. Διονύσ. Π. 1601· «ἐπαρκές· αὔταρκες» Ἡσύχ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἑβδ. (Α΄, Μακκ. ΙΑ΄, 35), Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 471.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
suffisant à, τινι.
Étymologie: ἐπαρκέω.

Greek Monolingual

-ές (Α ἐπαρκής, -ές)
1. αυτός που ικανοποιεί πλήρως μια ανάγκη, αρκετός («οὐσίαν... ταῑς δαπάναις ἐπαρκῆ κεκτημένος», Πλούτ.)
2. επίρρ. επαρκώς
αρκετά, ικανοποιητικά
αρχ.
1. βοηθητικός, χρήσιμος
2. (για φάρμακο) δραστικός, αποτελεσματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άρχος (< αρκώ) «μέσο άμυνας, υπεράσπισης»].

Russian (Dvoretsky)

ἐπαρκής: достаточный (οὐσία ταῖς δαπάναις ἐ. Plut.).