ἔποψ: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔποψ:''' -οπος, ὁ, [[τσαλαπετεινός]], Λατ. [[upupa]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἔποψ:''' -οπος, ὁ, [[τσαλαπετεινός]], Λατ. [[upupa]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔποψ:''' οπος ὁ удод (Upupa [[epops]]) Arph., Arst., Theocr.
}}
}}

Revision as of 20:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔποψ Medium diacritics: ἔποψ Low diacritics: έποψ Capitals: ΕΠΟΨ
Transliteration A: épops Transliteration B: epops Transliteration C: epops Beta Code: e)/poy

English (LSJ)

οπος, ὁ,

   A hoopoe, Upupa epops, so called from its cry, Epich. 166, Ar.Av.226, Arist.HA615a16, Ant.Lib.11.10, etc.; ἐπόπτην ἔποπα τῶν αὑτοῦ κακῶν A.Fr.304.

German (Pape)

[Seite 1011] οπος, ὁ, der Wiedehopf, nach seinem Rufe benannt, wie das lat. upupa, vgl. Aeschyl. (fr. 291) bei Arist. H. A. 9, 49 two ein Wortspiel gemacht ist, ἐπόπτης τῶν αὑτοῦ κακῶν, mit Anspielung auf die Verwandlung des Tereus); Ar. Av. u. sonst. – Bei Hesych. auch = ἐπόπτης.

Greek (Liddell-Scott)

ἔποψ: -οπος, ὁ, «ποῦπος», «πουπούτης», «τσαλαπετεινός», Λατ. upupa, οὕτω κληθεὶς ἐκ τῆς φωνῆς αὐτοῦ, Ἐπιχ. 116 Ahr., Ἀριστοφ. Ὄρν. 226 κ. ἀλλ.· ὅρα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305, ἔνθα ὑπάρχει φανταστική τις παραγωγή, ἔποψ ἐπόπτης τῶν αὑτοῦ κακῶν. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἔποψ· ἐπόπτης δυνάστης, καὶ εἶδος ὀρνέου».

French (Bailly abrégé)

ἔποπος (ὁ) :
huppe, oiseau.
Étymologie: onomatopée.

Greek Monolingual

ο (AM ἔποψ, Μ και ἔποπος)
το γνωστότερο στην Ελλάδα είδος τών εποπιδών, ο τσαλαπετεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ονοματοποιία από την κραυγή του πουλιού εποποί, ποποπό, όπως αυτή μαρτυρείται στους κωμικούς. Αναλογικός σχηματισμός προς τα μέρ-οψ «μελισσοφάγος», δρύ-οψ «δρυοκολάπτης» Αντιστοιχεί στα αρμ. popop, λατ. upupa, λεττ. pupukis, που δηλώνουν επίσης τον τσαλαπετεινό].

Greek Monotonic

ἔποψ: -οπος, ὁ, τσαλαπετεινός, Λατ. upupa, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἔποψ: οπος ὁ удод (Upupa epops) Arph., Arst., Theocr.