εὐδιαῖος: Difference between revisions
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
(14) |
(2b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[εὐδίαιος]] και εὐδιαῑος)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>πληθ.</b> <i>οι ευδίαιοι</i><br />α) οι κυκλικές ή ελλειψοειδείς οπές για την [[εκροή]] τών υδάτων από το [[κατάστρωμα]] πλοίου στη [[θάλασσα]], τα [[μπούνια]]<br />β) οι σωλήνες αποχετεύσεως που προεκτείνουν αυτές τις οπές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαμπερής]] οπή στην [[τρόπιδα]] του πλοίου για την [[εκροή]] του ακάθαρτου ύδατος του άντλου<br /><b>2.</b> (και ως επίθ.) <i>εὐδιαῑος</i>, -<i>α</i>, -<i>ον</i><br />(για το [[ψάρι]] [[τριγόλας]], [[μπαρμπούνι]]) αυτός που συνελήφθη [[κατά]] τη [[διάρκεια]] καλοκαιρίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευδία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>. Ως ουσ. σημαίνει «την οπή του πλοίου από την οποία εξέρχονται τα ακάθαρτα ύδατα», [[διότι]] αυτή η οπή ανοιγόταν μόνο όταν ο [[καιρός]] ήταν [[καλός]]. Ως επίθ. του ψαριού [[τριγόλας]] «[[μπαρμπούνι]]» προσέλαβε τη [[σημασία]] του, [[γιατί]] το [[ψάρι]] αυτό αλιευόταν την [[καλοκαιρία]]]. | |mltxt=ο (Α [[εὐδίαιος]] και εὐδιαῑος)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>πληθ.</b> <i>οι ευδίαιοι</i><br />α) οι κυκλικές ή ελλειψοειδείς οπές για την [[εκροή]] τών υδάτων από το [[κατάστρωμα]] πλοίου στη [[θάλασσα]], τα [[μπούνια]]<br />β) οι σωλήνες αποχετεύσεως που προεκτείνουν αυτές τις οπές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαμπερής]] οπή στην [[τρόπιδα]] του πλοίου για την [[εκροή]] του ακάθαρτου ύδατος του άντλου<br /><b>2.</b> (και ως επίθ.) <i>εὐδιαῑος</i>, -<i>α</i>, -<i>ον</i><br />(για το [[ψάρι]] [[τριγόλας]], [[μπαρμπούνι]]) αυτός που συνελήφθη [[κατά]] τη [[διάρκεια]] καλοκαιρίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευδία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>. Ως ουσ. σημαίνει «την οπή του πλοίου από την οποία εξέρχονται τα ακάθαρτα ύδατα», [[διότι]] αυτή η οπή ανοιγόταν μόνο όταν ο [[καιρός]] ήταν [[καλός]]. Ως επίθ. του ψαριού [[τριγόλας]] «[[μπαρμπούνι]]» προσέλαβε τη [[σημασία]] του, [[γιατί]] το [[ψάρι]] αυτό αλιευόταν την [[καλοκαιρία]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐδιαῖος:''' ὁ отверстие для спуска трюмной воды Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1061] ὁ, bei Plut. gymp. 7, 1, 2, nach Suid., ein Loch im Schiffsboden, zum Ablaufen des Wassers; vgl. Poll. 1, 92, wo εὐδίαιος steht. Nach Festus die Oeffnung in der Klystierspritze. Nach Hesych. = γυναικεῖον μόριον. – Dunkel ist τριγόλαν τὸν εὐδιαῖον Sophron. bei Ath. VII, 324 e.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
trou de la sentine d’un navire.
Étymologie: εὔδιος.
Greek Monolingual
ο (Α εὐδίαιος και εὐδιαῑος)
νεοελλ.
πληθ. οι ευδίαιοι
α) οι κυκλικές ή ελλειψοειδείς οπές για την εκροή τών υδάτων από το κατάστρωμα πλοίου στη θάλασσα, τα μπούνια
β) οι σωλήνες αποχετεύσεως που προεκτείνουν αυτές τις οπές
αρχ.
1. διαμπερής οπή στην τρόπιδα του πλοίου για την εκροή του ακάθαρτου ύδατος του άντλου
2. (και ως επίθ.) εὐδιαῑος, -α, -ον
(για το ψάρι τριγόλας, μπαρμπούνι) αυτός που συνελήφθη κατά τη διάρκεια καλοκαιρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευδία + κατάλ. -ιος. Ως ουσ. σημαίνει «την οπή του πλοίου από την οποία εξέρχονται τα ακάθαρτα ύδατα», διότι αυτή η οπή ανοιγόταν μόνο όταν ο καιρός ήταν καλός. Ως επίθ. του ψαριού τριγόλας «μπαρμπούνι» προσέλαβε τη σημασία του, γιατί το ψάρι αυτό αλιευόταν την καλοκαιρία].
Russian (Dvoretsky)
εὐδιαῖος: ὁ отверстие для спуска трюмной воды Plut.