εὐλυσία: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(15)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ευλυσία]], ἡ (Α) [[εύλυτος]]<br /><b>1.</b> [[ευκολία]] στην [[κίνηση]], [[ευλυγισία]], [[επιτηδειότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[εὐλυσία]] κοιλίας» — [[υγιεινή]] [[κίνηση]] τών εντέρων <b>(Κικ.)</b><br /><b>3.</b> [[απελευθέρωση]], [[χαλάρωση]], [[ανακούφιση]] (αντίθ. [[στένωσις]]).
|mltxt=[[ευλυσία]], ἡ (Α) [[εύλυτος]]<br /><b>1.</b> [[ευκολία]] στην [[κίνηση]], [[ευλυγισία]], [[επιτηδειότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[εὐλυσία]] κοιλίας» — [[υγιεινή]] [[κίνηση]] τών εντέρων <b>(Κικ.)</b><br /><b>3.</b> [[απελευθέρωση]], [[χαλάρωση]], [[ανακούφιση]] (αντίθ. [[στένωσις]]).
}}
{{elru
|elrutext='''εὐλῠσία:''' ἡ<b class="num">1)</b> легкость в движениях, подвижность Diog. L.;<br /><b class="num">2)</b> очищение, опорожнение (κοιλίας Cic.).
}}
}}

Revision as of 21:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐλῠσία Medium diacritics: εὐλυσία Low diacritics: ευλυσία Capitals: ΕΥΛΥΣΙΑ
Transliteration A: eulysía Transliteration B: eulysia Transliteration C: evlysia Beta Code: eu)lusi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A suppleness, ease of movement, D.L.6.70, Muson.Fr.19p.107H.; εὐ. κοιλίας a healthy motion of the bowels, Cic.Fam.16.18.1.    II release, redemption, opp. στένωσις, PFlor.296.21 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1079] ἡ, das leichte Lösen, Gewandtheit im Lösen, Muson. Stob. fl. 484; D. L. 6, 70; κοιλίας, Bemühung sich offenen Leib zu erhalten, Cic. fam. 16, 18.

Greek (Liddell-Scott)

εὐλῠσία: ἡ, εὐκολία περὶ τὸ λύειν, εὐκινησία, Διογ. Λ. 6. 70, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 19. 11· εὐλ. κοιλίας, ὑγιεινὸς βαθμὸς εὐκοιλιότητος, Κικ. Fam. 16. 18, 1.

Greek Monolingual

ευλυσία, ἡ (Α) εύλυτος
1. ευκολία στην κίνηση, ευλυγισία, επιτηδειότητα
2. φρ. «εὐλυσία κοιλίας» — υγιεινή κίνηση τών εντέρων (Κικ.)
3. απελευθέρωση, χαλάρωση, ανακούφιση (αντίθ. στένωσις).

Russian (Dvoretsky)

εὐλῠσία:1) легкость в движениях, подвижность Diog. L.;
2) очищение, опорожнение (κοιλίας Cic.).