εὔλεκτρος: Difference between revisions
Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔλεκτρος:''' -ον ([[λέκτρον]]), αυτός που προσφέρει, παρέχει συζυγική [[ευτυχία]], αυτός που ευλογεί τον γάμο, σε Σοφ. | |lsmtext='''εὔλεκτρος:''' -ον ([[λέκτρον]]), αυτός που προσφέρει, παρέχει συζυγική [[ευτυχία]], αυτός που ευλογεί τον γάμο, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔλεκτρος:''' <b class="num">1)</b> прелестный, желанный ([[νύμφη]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> благоприятствующий браку, сулящий счастливый брак ([[Κύπρις]] Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A bringing wedded happiness, of Aphrodite, S.Tr.515 (lyr.), AP5.244 (Maced.). 2 a beauteous bride, S.Ant.796 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1078] mit schönem Bett; νύμφα, die schöne Braut, Soph. Ant. 791; Κύπρις, die ein schönes Ehebett gewährt, Tr. 513; so Maced. 7 (V, 245).
Greek (Liddell-Scott)
εὔλεκτρος: -ον, παρέχων συζυγικὴν εὐτυχίαν, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Σοφ. Τρ. 515, Ἀνθ. Π. 5. 545 · ἐπὶ νύμφης, ὡραία, Σοφ. Ἀντ. 795.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 dont la couche est désirable;
2 propice aux hymens.
Étymologie: εὖ, λέκτρον.
Greek Monolingual
εὔλεκτρος, -ον (Α)
1) (για την Αφροδίτη) αυτός που παρέχει συζυγική ευτυχία
2. (για νύφη) ωραία («ἵμερος εὐλέκτρου νύμφας», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λέκτρον «κλίνη (συζυγική)» (< λέχομαι «πλαγιάζω»)].
Greek Monotonic
εὔλεκτρος: -ον (λέκτρον), αυτός που προσφέρει, παρέχει συζυγική ευτυχία, αυτός που ευλογεί τον γάμο, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὔλεκτρος: 1) прелестный, желанный (νύμφη Soph.);
2) благоприятствующий браку, сулящий счастливый брак (Κύπρις Soph.).