εὐχωλιμαῖος: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐχωλῐμαῖος:''' -α, -ον, δεσμευμένος από [[τάμα]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''εὐχωλῐμαῖος:''' -α, -ον, δεσμευμένος από [[τάμα]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐχωλῐμαῖος:''' связавший себя обетом Her.
}}
}}

Revision as of 21:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχωλῐμαῖος Medium diacritics: εὐχωλιμαῖος Low diacritics: ευχωλιμαίος Capitals: ΕΥΧΩΛΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: euchōlimaîos Transliteration B: euchōlimaios Transliteration C: efcholimaios Beta Code: eu)xwlimai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A bound by a vow, under a vow, Hdt.2.63; used as translation of Celtic soldurii, Nic.Dam.Fr.80 J.    2 εὐ. θέαι, = Lat. ludi votivi, D.C.79.9.    II = εὐκταῖος, yearned, longed for, Poll.5.130.

German (Pape)

[Seite 1111] 11 durch ein Gelübde verpflichtet, Her. 2, 63, dem εὐχωλὴν ἐπιτελέοντες entsprechend; vgl. Ath. VI, 249 b; θέαι, ludi votivi, D. Cass. 79, 9. – 2) erwünscht, = εὐκταῖος, Poll. 5, 130.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχωλῐμαῖος: -α, -ον, διατελῶν ὑπὸ εὐχήν, τάξιμον, οἱ εὐχωλιμαῖοι Ἡρόδ. 2. 63, ὅστις ὀλίγον ἀνωτέρω δίδει καὶ τὴν ἑρμηνείαν, εὐχωλὰς ἐπιτελέοντες: - τὸ εὐχωλιμαῖοι χρησιμεύει πρὸς μετάφρασιν τῆς Γαλατικῆς λέξεως σιλόδουροι, Νικόλ. Δαμασκην. παρ’ Ἀθην. 249Β. 2) εὐχ. θέαι, Λατ. ludi votivi, Δίων Κ. 79. 9. ΙΙ. = εὐκταῖος, εὐκτός, ἐπιθυμητός, Πολυδ. Ε΄, 130.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
lié par un vœu.
Étymologie: εὐχωλή.

Greek Monolingual

εὐχωλιμαῑος, -ον (Α) ευχωλή
1. αυτός που είναι υποχρεωμένος με υπόσχεση να κάνει θυσία
2. επιθυμητός, ευκταίος
3. ευκτήριος, αυτός που γίνεται, που τελείται ύστερα από ευχή («ταῑς εὐχωλιμαίαις θέαις», Δίων Κάσσ).

Greek Monotonic

εὐχωλῐμαῖος: -α, -ον, δεσμευμένος από τάμα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐχωλῐμαῖος: связавший себя обетом Her.