ἐχέφρων: Difference between revisions

From LSJ

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐχέφρων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[φρήν]]), [[λογικός]], [[συνετός]], [[φρόνιμος]], [[μυαλωμένος]], [[προνοητικός]], [[διακριτικός]], [[εχέμυθος]], [[επιφυλακτικός]], [[προσεκτικός]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἐχέφρων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[φρήν]]), [[λογικός]], [[συνετός]], [[φρόνιμος]], [[μυαλωμένος]], [[προνοητικός]], [[διακριτικός]], [[εχέμυθος]], [[επιφυλακτικός]], [[προσεκτικός]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐχέφρων:''' 2, gen. ονος adj. разумный, рассудительный ([[ἀνήρ]], [[Πηνελόπεια]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 21:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχέφρων Medium diacritics: ἐχέφρων Low diacritics: εχέφρων Capitals: ΕΧΕΦΡΩΝ
Transliteration A: echéphrōn Transliteration B: echephrōn Transliteration C: echefron Beta Code: e)xe/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (φρήν)

   A sensible, prudent, ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ ἐ. Il.9.341, cf. Od.13.332; freq. as epith. of Penelope, 4.111, etc.; later of animals, σκύλακες Nonn.D.16.226: late in Prose, Syn.Alch.p.65 B. Adv. -νως D.S. 15.33.

German (Pape)

[Seite 1124] ον, gen. ονος, Verstand, Einsicht habend, klug, besonnen; Penelope, Od. oft; καὶ ἀγαθός Il. 9, 341, καὶ ἀγχίνοος Od. 13, 332; sp. D., wie Nonn. oft. – Adv. ἐχεφρόνως, D. Sic. 15, 33.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχέφρων: -ον, γεν. ονος, (φρὴν) φρόνιμος, συνετός, ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ ἐχέφρων Ἰλ. Ι. 341, πρβλ. Ὀδ. Ν. 332· ἀλλ. ἐν Ὀδ. τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθετον τῆς Περσεφόνης, Δ. 111, κτλ. ― Ἐπίρρ. -όνως, Διόδ. 15. 33.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
sensé, sage, prudent.
Étymologie: ἔχω, φρήν.

English (Autenrieth)

thoughtful, prudent. (Od.)

Greek Monolingual

-ον (ΑΜ ἐχέφρων, -ον)
αυτός που έχει μυαλό, φρόνηση, ο μυαλωμένος, ο συνετός («σὺ οὖν ὡς ἐχέφρων, ὡς συνετή», Στουδ. Θεόδ.)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐχέφρον
η σύνεση, η φρόνηση.
επίρρ...
εχεφρόνως (Α ἐχεφρόνως)
με φρόνιμο τρόπο, με συνετό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + -φρων (< φρην, φρενός)].

Greek Monotonic

ἐχέφρων: -ον, γεν. -ονος (φρήν), λογικός, συνετός, φρόνιμος, μυαλωμένος, προνοητικός, διακριτικός, εχέμυθος, επιφυλακτικός, προσεκτικός, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐχέφρων: 2, gen. ονος adj. разумный, рассудительный (ἀνήρ, Πηνελόπεια Hom.).