ἑψία: Difference between revisions
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑψία:''' Ιων. -ίη, ἡ, [[παιχνίδι]] που παιζόταν με χαλίκια, πετραδάκια. | |lsmtext='''ἑψία:''' Ιων. -ίη, ἡ, [[παιχνίδι]] που παιζόταν με χαλίκια, πετραδάκια. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑψία:''' ἡ досл. игра в камешки, перен. забава, развлечение Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], Ion. -ιη, ἡ,
A amusement, S.Fr.3; plaything, Nic.Th.880: pl., ἔψια, τά, EM406.8; ἕψεια, Hsch. (Etym. uncertain: derived by Hsch. from ἕπρμαι, by EM from ἔπος. The connexion with Lat. jocus is doubtful.)
German (Pape)
[Seite 1132] ἡ, ion. ἑψίη, auch ἑψιά u. nach den alten Grammatikern ἐψία geschrieben,.Soph. frg. 4; bei Hesych., der es von ἕπομαι ableitet, ὁμιλία erkl. Bei Nic. Al. 880, σπέρμ' ὀλοὸν κνίδης, ἥθ' ἑψίη ἔπλετο κούροις, ist es = Scherz, Spiel.
Greek (Liddell-Scott)
ἑψία: Ἰων. -ίη, ἡ, (ψῐά, ψειὰ) παιγνίδιον ὅπερ ἐπαίζετο διὰ ψηφιδίων: καθόλου, παιδιά, παιγνίδιον, Νικ. Θ. 880· «ἑψία· γέλως, παιδιά, χλεύη, ἔφοδος· ἀπὸ τοῦ ἕπεσθαι. ὁμιλία. Σοφοκλῆς Ἀθάμαντι δευτέρῳ (Ἀποσπ. Σοφ. 4.) «Ἡσύχ. Ὑπάρχει πληθ. τύπος ἔψια ἢ ἕψια, τά, ἐν Ἐτυμολ. Μ. 406. 8, ἑρμηνευόμενα: «τὰ ἀπὸ λόγων παίγνια», παρὰ δὲ Ἡσυχ. «ἕψεια· παίγνια».
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 entretien familier;
2 amusement, badinage.
Étymologie: cf. ἔπος.
Greek Monolingual
(I)
ἑψία, ἡ (Μ) ἕψω
μαγείρεμα, βράσιμο, ψήσιμο.———————— (II)
ἑψία και ιων. τ. ἑψίη, ἡ (Α)
1. παιχνίδι που παιζόταν με ψηφίδες, με πετραδάκια
2. γεν. παιχνίδι, παιδιά, ψυχαγωγία, διασκέδαση
3. (στο Μέγα Ετυμολογικόν υπάρχει και ο πληθ.) τὰ ἔψια
«τὰ ἀπὸ τῶν λόγων παίγνια»
4. (στον Ησύχ.) «ἕψεια
παίγνια».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. του ἑψιῶμαι].
Greek Monotonic
ἑψία: Ιων. -ίη, ἡ, παιχνίδι που παιζόταν με χαλίκια, πετραδάκια.
Russian (Dvoretsky)
ἑψία: ἡ досл. игра в камешки, перен. забава, развлечение Soph.