θρασυκάρδιος: Difference between revisions
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
(5) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θρᾰσυκάρδιος:''' -ον ([[καρδία]]), αυτός που έχει [[γενναία]] [[καρδιά]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''θρᾰσυκάρδιος:''' -ον ([[καρδία]]), αυτός που έχει [[γενναία]] [[καρδιά]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θρᾰσῠκάρδιος:''' с отважным сердцем, храбрый, дерзновенный Hom., Hes. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:55, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A bold of heart, Il.10.41, 13.343, Hes.Sc.448, Anacr.1.5, B.19.5.
German (Pape)
[Seite 1216] kühnherzig, muthig; Il. 10, 41. 13, 343; Hes. Sc. 448.
Greek (Liddell-Scott)
θρᾰσυκάρδιος: ον. γενναιόκαρδος, «εὔτολμος» (Σχόλ), Ἰλ. Κ. 41, Ν 343∙ ἐκ διορθώσεως ἐν Ἀνακρ. 1. 4 (ἐκ τῶν Ρητ. (Walz) τ. β. σ. 129) ἀντὶ θρεοκάρδιος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au cœur intrépide.
Étymologie: θρασύς, καρδία.
English (Autenrieth)
stout-hearted. (Il.)
Greek Monolingual
θρασυκάρδιος, -ον (ΑΜ)
μσν.
αυθάδης
αρχ.
τολμηρός, γενναιόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ-κάρδιος, σπαραξι-κάρδιος].
Greek Monotonic
θρᾰσυκάρδιος: -ον (καρδία), αυτός που έχει γενναία καρδιά, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
θρᾰσῠκάρδιος: с отважным сердцем, храбрый, дерзновенный Hom., Hes.