θυμάλωψ: Difference between revisions
αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαι → fruitful plants show it straightaway
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θῡμάλωψ:''' [ᾰ], -ωπος, ὁ ([[τύφω]]), [[κομμάτι]] καμμένου ξύλου ή ξυλάνθρακα, καυτό [[κάρβουνο]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''θῡμάλωψ:''' [ᾰ], -ωπος, ὁ ([[τύφω]]), [[κομμάτι]] καμμένου ξύλου ή ξυλάνθρακα, καυτό [[κάρβουνο]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θῡμάλωψ:''' ωπος (ᾰ) ὁ головня: ἀποδεῖξαί τινα θυμάλωπα Arph. превратить в головню, т. е. сжечь кого-л.; [[οἷον]] αὖ [[μέλας]] τις [[ὑμῖν]] θ. ἐπέζεσεν! Arph. какая ярость вспыхнула в вас! | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ωπος, ὁ,
A piece of burning wood or charcoal, Ar.Ach.321, Th.729, Stratt.55, Luc.Lex.24. (τύφω: for the termin., cf. αἱμάλωψ.)
German (Pape)
[Seite 1222] ωπος, ὁ, nach deu alten Erkl. οἱ ἀπολελειμμένοι τῆς θύψεως (τύφω) ἄνθρακες, οἱ ἡμίκαυτοι, halbverbrannter Feuerbrand. Gluthkohle; Ar. Ach. 320, wo man es Kohlenmeiler übersetzt; Thesm. 729.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμάλωψ: ᾰ, ωπος, ὁ, τεμάχιον ξύλου ἢ ἄνθρακος ἀνημμένον, δαυλός, καίων ἄνθραξ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 231 (ἴδε ἐν λέξει ἐπιζέω), Θεσμ. 729, Στράττ. π. Ψυχ. 5, Πολυδ. Ζ΄, 110, 152, Ι΄, 101. (Ἐκ τοῦ τύφω, ὥστε κατ’ ἀκριβολογίαν ἔπρεπε νὰ εἶναι θυμμάλωψ· περὶ τῆς καταλήξεως πρβλ. μώλωψ, αἱμάλωψ).
French (Bailly abrégé)
ωπος (ὁ) :
tison à moitié brûlé.
Étymologie: θύω¹.
Greek Monolingual
θυμάλωψ, -άλοπος, ὁ (Α)
κομμάτι ξύλου ή αναμμένου κάρβουνου, δαυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός «καπνός» + -αλ-ωψ κατά το νυκτ-άλ-ωψ. Το τελευταίο συνθετικό ωψ «πρόσωπο» απαντά σε αρκετά συνθετικά έχοντας χάσει τη λεξική του σημασία και λειτουργώντας ως κατάληξη (πρβλ. μώλ-ωψ, οιν-ώψ «με το χρώμα του κρασιού»). Συνδέεται πιθ. με τα αρχ. ινδ. dhūmra «με το χρώμα του καπνού» και dhūmari «ομίχλη»].
Greek Monotonic
θῡμάλωψ: [ᾰ], -ωπος, ὁ (τύφω), κομμάτι καμμένου ξύλου ή ξυλάνθρακα, καυτό κάρβουνο, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
θῡμάλωψ: ωπος (ᾰ) ὁ головня: ἀποδεῖξαί τινα θυμάλωπα Arph. превратить в головню, т. е. сжечь кого-л.; οἷον αὖ μέλας τις ὑμῖν θ. ἐπέζεσεν! Arph. какая ярость вспыхнула в вас!