ἴασπις: Difference between revisions
ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree
(5) |
(2b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἴασπῐς:''' -ιδος, ἡ, είδος πολύτιμου λίθου, σε Πλάτ. ([[ξένη]] [[λέξη]]). | |lsmtext='''ἴασπῐς:''' -ιδος, ἡ, είδος πολύτιμου λίθου, σε Πλάτ. ([[ξένη]] [[λέξη]]). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἴασπις:''' ιδος ἡ яшма Plat., NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ιδος (but acc.
A ἴασπιν Orph.L.267,613), ἡ, jasper, Pl.Phd.110d, IG22.1388.88, 7.2420 (Thebes, iii B.C.), Thphr.Lap.23, AP9.746 (Polemo). II = χρυσόγονον, Dsc.4.56. (Cf. Hebr. yāšpheh).
German (Pape)
[Seite 1234] ιδος, ἡ, ein Edelstein, Jaspis; Plat. Phaed. 110 d; Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἴασπῐς: -ιδος, ἡ, εἶδος πολυτίμου λίθου, Πλάτ. Φαίδ. 110D, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 37, Θεόφρ. π. Λίθ. 23, κ. ἀλλ., (πρβλ. τὸ Ἑβρ. yashpêh).
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
jaspe, pierre précieuse.
Étymologie: DELG emprunt à une langue indéterminée.
Spanish
English (Strong)
probably of foreign origin (see יָשְׁפֵה); "jasper", a gem: jasper.
Greek Monolingual
ὁ (ΑΜ ἴασπις, ἡ)
πολύτιμος λίθος, αδιαφανής ποικιλία του πυριτικού ορυκτού κερατόλιθος
μσν.-αρχ.
1. οτιδήποτε θάλλει, ανθεί ή ευδοκιμεί («ἡ χλωρίζουσα ἴασπις, τὸν τοῡ εὐαγγελίου δρόμον αἰνίττεται τὸν χλωρίζοντα εἰς ἀεί»)
2. η καθαρότητα, η αγιότητα σαν την λάμψη του λίθου
αρχ.
το φυτό χρυσογόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία λίθου αλλά και φυτού (πιθ. λόγω του χρώματος του) προερχόμενο από τις ανατολικές γλώσσες και συνδεόμενο με εβρ. yašpē. Ως επιστημονικός όρος η λ. είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. jasper «ίασπις»)].
Greek Monotonic
ἴασπῐς: -ιδος, ἡ, είδος πολύτιμου λίθου, σε Πλάτ. (ξένη λέξη).
Russian (Dvoretsky)
ἴασπις: ιδος ἡ яшма Plat., NT.