κύφων: Difference between revisions

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κύφων:''' -ωνος, ὁ (κῡφός),<br /><b class="num">I.</b> [[κυρτός]] [[ζυγός]] αρότρου, σε Θέογν.<br /><b class="num">II. 1.</b> είδος στύλου στον οποίο δένονταν οι εγκληματίες από το λαιμό, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάποιος]] που έχει το λαιμό του στο στύλο, [[απατεώνας]], [[κατεργάρης]], Λατ. [[furcifer]], σε Λουκ.
|lsmtext='''κύφων:''' -ωνος, ὁ (κῡφός),<br /><b class="num">I.</b> [[κυρτός]] [[ζυγός]] αρότρου, σε Θέογν.<br /><b class="num">II. 1.</b> είδος στύλου στον οποίο δένονταν οι εγκληματίες από το λαιμό, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάποιος]] που έχει το λαιμό του στο στύλο, [[απατεώνας]], [[κατεργάρης]], Λατ. [[furcifer]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''κύφων:''' ωνος (ῡ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> шейная колодка Arph., Plut.: δεθῆναι ἐν ἀγορᾷ ἐν τῷ κύφωνι Arst. быть публично выставленным с колодкой на шее;<br /><b class="num">2)</b> бран. колодник, негодяй Luc.
}}
}}

Revision as of 23:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡφων Medium diacritics: κύφων Low diacritics: κύφων Capitals: ΚΥΦΩΝ
Transliteration A: kýphōn Transliteration B: kyphōn Transliteration C: kyfon Beta Code: ku/fwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, (κυφός)

   A crooked piece of wood, bent yoke of the plough, Thgn.1201: κύφωνες, οἱ, two bars in the frame of a chariot, Poll.1.143.    II pillory, ἐν τῷ κ. αὐχένα ἔχειν Cratin.115, cf. Ar. Pl.476, 606; δεθῆναι ἐν τῷ κ. Arist.Pol.1306b2; μαστιγούσθω ἐν τῷ κ. OGI483.177 (Pergam.).    2 one who has had his neck in the pillory, knave, Archil.178, Luc.Pseudol.17.    III part of a woman's dress, Posidipp.44.    IV Archit., curved beam, IG42(1).102.224, al. (Epid., iv B.C.).    V part of a water-wheel, PLond.3.1177.213 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1539] ωνος, ὁ, das krummgebogene Holz; – a) zum Ziehen des Pfluges, Joch, Theogn. 1201; von einem andern Theile des Wagens, Poll. 1, 143, κυφῶνες. – b) zum Krummschließen u. Foltern der Missethäter, Nackenholz, vgl. Poll. 10, 177, wo er aus Cratin. anführt ἐν τῷ κυφῶνι τὸν αὐχένα ἔχων; Ar. sagt ὦ τύμπανα καὶ κύφωνες οὐκ ἀρήξετε Plut. 476, vgl. 606 εἶμι δὲ ποῖ γῆς; – ἐς τὸν κύφωνα, in den Block; δεθῆναι ἐν τῷ κύφωνι ἐν τῇ ἀγορᾷ Arist. pol. 5, 6; bei Luc. Necyom. 14 sind vrbdn στρέβλαι καὶ κύφωνες καὶ τροχοί – Dah. auch ein Mensch, der diese Strafe verdient hat, Archil. bei Schol. Ar. a. a. O. u. VLL. – Nach Phot. auch ein Frauenkleid.

Greek (Liddell-Scott)

κύφων: -ωνος, (ἢ κυφών, ῶνος), ὁ, (κῡφὸς) ξύλον κεκυρτωμένον, ὁ κυρτὸς ζυγὸς τοῦ ἀρότρου, Θέογν. 1201· κυφῶνες, ὡσαύτως, «τῶν δύο πλαγίων πλευρῶν (ἅρματος) αἱ ἐπάνω ῥάβδοι, αἱ ἕως κάτω τείνουσαι, κυφῶνες» Πολυδ. Α΄., 143. ΙΙ. εἶδος κολαστηρίου ξυλίνου δεσμοῦ, ἐν ᾧ ἐνεκλείετο ὁ αὐχὴν τῶν τιμωρουμένων δούλων καὶ καταδίκων, ἐν τῷ κυφῶνι τὸν αὐχένα ἔχων Κρατῖν. ἐν «Νεμέσει» 8, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 476, 606· δεθῆναι ἐν τῷ κ. Ἀριστ. Πολ. 5. 6, 15. 2) ὁ διατελέσας ἐν τοιαύτῃ τιμωρίᾳ, κακὸς καὶ ὀλέθριος, κακοῦργος, Λατ. furcifer, Ἀρχίλ. 166, Λουκ. Ψευδολογιστ. 17. ΙΙΙ. μέρος τοῦ γυναικείου ἱματισμοῦ, Ποσείδιππ. ἐν Ἀδήλ. 16.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
morceau de bois courbé ou arrondi, d’où
1 manche de charrue;
2 carcan ; fig. coquin, misérable.
Étymologie: cf. κυφός.

Greek Monolingual

ο (Α κύφων, -ωνος) κυφός
είδος ξύλινης βασανιστήριας συσκευής, στην οποία κλείνονταν και διατηρούνταν σε ακινησία το κεφάλι ή ο αυχένας ή άλλα μέλη του σώματος τών δούλων και καταδίκων που τιμωρούνταν («δεθῆναι ἐν ἀγορᾷ ἐν τῷ κύφωνι», Αριστοτ.)
αρχ.
1. κυρτόξυλο, και ειδικά ο κυρτός ζυγός του αρότρου
2. κακούργος («ἀπατεῶνα γόητα ἐπίορκον ὄλεθρον κύφωνα βάραθρον», Λουκιαν.)
3. ευτελής άνθρωπος
4. είδος γυναικείου ενδύματος
5. αρχιτ. κυρτωμένη δοκός
6. μέρος υδραυλικού τροχού
7. στον πληθ. οἱ κύφωνες
οι επάνω ράβδοι τών δύο πλάγιων πλευρών άρματος
8. (κατά τον Ησύχ.) «κύφων
συνάγχη».

Greek Monotonic

κύφων: -ωνος, ὁ (κῡφός),
I. κυρτός ζυγός αρότρου, σε Θέογν.
II. 1. είδος στύλου στον οποίο δένονταν οι εγκληματίες από το λαιμό, σε Αριστοφ.
2. κάποιος που έχει το λαιμό του στο στύλο, απατεώνας, κατεργάρης, Λατ. furcifer, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

κύφων: ωνος (ῡ) ὁ
1) шейная колодка Arph., Plut.: δεθῆναι ἐν ἀγορᾷ ἐν τῷ κύφωνι Arst. быть публично выставленным с колодкой на шее;
2) бран. колодник, негодяй Luc.