μαλακτικός: Difference between revisions
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
(24) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[μαλαχτικός]], -ή, -ό, θηλ. και -ιά (AM [[μαλακτικός]], -ή, -όν) [[μαλακτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να μαλακώνει<br /><b>2.</b> [[κατευναστικός]], [[καταπραϋντικός]] («λόγους ψυχῆς μαλακτικούς», Κ. Μανασσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(αισθητ.)</b> [[γενικός]] [[χαρακτηρισμός]] συστατικών τών καλλυντικών συσκευασμάτων που απαλύνουν το [[δέρμα]] επιβραδύνοντας την [[εξάτμιση]] του νερού από τους ιστούς<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ουσία]] εσωτερικής ή εξωτερικής χρήσης που έχει καταπραϋντικές ιδιότητες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «μαλακτικὸς [[οἶκος]]» — ο [[εξωτερικός]] [[θάλαμος]] βαλανείου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μαλακτικώς</i> και -<i>ά</i><br />με μαλακτικό τρόπο. | |mltxt=και [[μαλαχτικός]], -ή, -ό, θηλ. και -ιά (AM [[μαλακτικός]], -ή, -όν) [[μαλακτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να μαλακώνει<br /><b>2.</b> [[κατευναστικός]], [[καταπραϋντικός]] («λόγους ψυχῆς μαλακτικούς», Κ. Μανασσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(αισθητ.)</b> [[γενικός]] [[χαρακτηρισμός]] συστατικών τών καλλυντικών συσκευασμάτων που απαλύνουν το [[δέρμα]] επιβραδύνοντας την [[εξάτμιση]] του νερού από τους ιστούς<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ουσία]] εσωτερικής ή εξωτερικής χρήσης που έχει καταπραϋντικές ιδιότητες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «μαλακτικὸς [[οἶκος]]» — ο [[εξωτερικός]] [[θάλαμος]] βαλανείου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μαλακτικώς</i> και -<i>ά</i><br />με μαλακτικό τρόπο. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μᾰλᾰκτικός:''' размягчающий, мягчительный ([[δύναμις]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A emollient, χρίσματα Hp.Vict.2.66; δύναμις Plu.2.659c; μ. οἶκος, of the outer chamber in a bath, Alex. Trall.Febr.5.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλακτικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ φαρμάκου μαλακτικοῦ, τοῖσι... μαλακτικοῖσι χρίεσθαι Ἱππ. 365. 9· δύναμις Πλούτ. 2. 659C.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
émollient.
Étymologie: μαλάσσω.
Greek Monolingual
και μαλαχτικός, -ή, -ό, θηλ. και -ιά (AM μαλακτικός, -ή, -όν) μαλακτός
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να μαλακώνει
2. κατευναστικός, καταπραϋντικός («λόγους ψυχῆς μαλακτικούς», Κ. Μανασσ.)
νεοελλ.
(αισθητ.) γενικός χαρακτηρισμός συστατικών τών καλλυντικών συσκευασμάτων που απαλύνουν το δέρμα επιβραδύνοντας την εξάτμιση του νερού από τους ιστούς
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. ουσία εσωτερικής ή εξωτερικής χρήσης που έχει καταπραϋντικές ιδιότητες
αρχ.
φρ. «μαλακτικὸς οἶκος» — ο εξωτερικός θάλαμος βαλανείου.
επίρρ...
μαλακτικώς και -ά
με μαλακτικό τρόπο.
Russian (Dvoretsky)
μᾰλᾰκτικός: размягчающий, мягчительный (δύναμις Plut.).