νεοσίγαλος: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεοσίγᾰλος:''' [ῑ], -ον ([[σιγαλόεις]]), [[νέος]] και απαστράπτων, με όλη τη [[λάμψη]] πάνω του, σε Πίνδ. | |lsmtext='''νεοσίγᾰλος:''' [ῑ], -ον ([[σιγαλόεις]]), [[νέος]] και απαστράπτων, με όλη τη [[λάμψη]] πάνω του, σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεοσίγᾰλος:''' (ῑ) сверкающий новым блеском, ярко блистающий ([[τρόπος]] Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῑ], ον, (σιγαλόεις)
A new and sparkling, with all the gloss on, metaph., τρόπος Pi.O.3.4.
German (Pape)
[Seite 244] frisch glänzend, neu funkelnd, τρόπος, Pind. Ol. 3, 4, Schol. νεοποίκιλος.
Greek (Liddell-Scott)
νεοσίγᾰλος: [ῑ], -ον, (σιγαλόεις) νέος καὶ ἀποστίλβων, στιλπνός, Πινδ. Ο. 3. 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui brille d’un éclat récent.
Étymologie: νέος, σιγαλόεις.
English (Slater)
νεοςῑγᾰλος
1 shining new (cf. Leumann, Hom. Wörter, 214̆{8}) μοι νεοσίγαλον εὑρόντι τρόπον (O. 3.4)
Greek Monolingual
νεοσίγαλος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) νέος και αστραφτερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + σιγαλόεις «λείος, στιλπνός». Ο τ. νεοσίγαλος σχηματίστηκε από το σιγαλόεις κατά το σχήμα πολυπαίπαλος: παιπαλόεις.
Greek Monotonic
νεοσίγᾰλος: [ῑ], -ον (σιγαλόεις), νέος και απαστράπτων, με όλη τη λάμψη πάνω του, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
νεοσίγᾰλος: (ῑ) сверкающий новым блеском, ярко блистающий (τρόπος Pind.).