οἰκισμός: Difference between revisions
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰκισμός:''' ὁ, = [[οἴκησις]], σε Σόλωνα, Πλάτ. | |lsmtext='''οἰκισμός:''' ὁ, = [[οἴκησις]], σε Σόλωνα, Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰκισμός:''' ὁ основание, постройка (πόλεως Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A = οἴκισις, Sol.19.5 ; πόλεων οἰκισμοί foundations of cities, Pl.Lg.708d, cf. Ephes.2.20(ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 301] ὁ, = οἴκισις; πόλεων, Plat. Legg. IV, 708 d; einzeln bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκισμός: ὁ, = οἴκησις, Σόλων 11. 5· πόλεων οἰκισμοί, ἱδρύσεις πόλεων, Πλάτ. Νόμ. 708D.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fondation ou colonisation.
Étymologie: οἰκίζω.
Greek Monolingual
ο (Α οἰκισμός) οικίζω
1. εγκατάσταση αποίκων σε έναν τόπο, αποίκιση, αποικισμός
2. ίδρυση, θεμελίωση πόλεων («πόλεων οἰκισμοί», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. ανεξάρτητο συνήθως σύνολο πρόχειρων ή λιγοστών κατοικιών σε ορισμένο τόπο, συνοικισμός («αγροτικός οικισμός»)
2. κατοικημένη περιοχή μικρότερη σε πληθυσμό από το χωριό, η οποία συνήθως αριθμεί λιγότερους από 100 μόνιμα εγκατεστημένους κατοίκους.
Greek Monotonic
οἰκισμός: ὁ, = οἴκησις, σε Σόλωνα, Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
οἰκισμός: ὁ основание, постройка (πόλεως Plat.).