ὀρθρινός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρθρῐνός:''' -ή, -όν ([[ὄρθρος]]), = [[ὄρθριος]], σε Ανθ., Λουκ.
|lsmtext='''ὀρθρῐνός:''' -ή, -όν ([[ὄρθρος]]), = [[ὄρθριος]], σε Ανθ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρθρῑνός:''' (иногда ῐ) утренний, ранний: ὀ. [[ἀποπτάμενος]] Anth. рано утром улетевший.
}}
}}

Revision as of 01:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθρινός Medium diacritics: ὀρθρινός Low diacritics: ορθρινός Capitals: ΟΡΘΡΙΝΟΣ
Transliteration A: orthrinós Transliteration B: orthrinos Transliteration C: orthrinos Beta Code: o)rqrino/s

English (LSJ)

ή, όν, (ὄρθρος) later form (Phryn.PSp.93 B.) for ὄρθριος, LXXWi.11.22, al. ;

   A ὀρθρινὸς οἴχεσθαι AP5.176 (Mel.); ὀ. δῶρα ib.7.195 (Id.) : neut. pl. as Adv., ὀρθρινὰ παίζειν ib.12.47 (Id.). [ῐ AP5.176, 12.47, as in ἠρινός, θερινός, χειμερινός: Arat.948, AP6.160 (Antip. Sid.), etc. make ι long, prob. in imitation of ὀπωρῑνῷ which is a metr. necessity in Hom., v. sub voc.]

German (Pape)

[Seite 377] am frühen Morgen, ὀρθρινὰ παίζων, Mel. 73 (XII, 47); ἰχθυβολῆες, Phaedim. 4 (VII, 739); ἐκ κοίτης ᾤχετο, Mel. 91 (V, 177); φωνή, Antp. Sid. 26 (VI, 160), u. öfter in der Anth.; Luc. Gall. 1; N. T. Von Phryn. 51 wird es verworfen, statt ὄρθριος. [Ι ist bei Mel. kurz.]

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθρινός: -ή, -όν, (ὄρθρος) μεταγεν. τύποςὄρθιος χρὴ λέγειν, οὐκ ὀρθρινὸς» Φρύν. ἐν Α. Β. 54) ἀντὶ τοῦ ὄρθριος. Ἀνθ. Π. 6. 160, κτλ.· ὀρθρινὸς οἴχεσθαι αὐτόθι 5. 177., 12. 47· ὡς Ἐπίρρ., ὀρθρινὰ παίζειν ὁ αὐτ. 7. 195· ― τὸ ὀρθρινὸν ὡς Ἐπίρρ., Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 1, προσέτι ὀρθρινῶς, Σωφρ. 3477Α. [ῐ Ἀνθ. Π. 5. 177., 12. 47, ὡς ἐν ταῖς λ. ἠρινός, θερινός, χειμερινός· παρὰ τῷ Ἀράτ. 948, Ἀνθ. Π. 6. 160, κτλ., τὸ ι μηκύνεται, πιθαν. κατὰ μίμησιν τοῦ ὀπωρῑνῷ, ὅπερ παρ’ Ὁμήρ. εἶναι ἀνάγκη μετρική, ἴδε τὴν λ.] ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 333.

Spanish

del amanecer

English (Strong)

from ὄρθρος; relating to the dawn, i.e. matutinal (as an epithet of Venus, especially brilliant in the early day): morning.

English (Thayer)

ὀρθρινή ὀρθρινον (from ὄρθρος; cf. ἡμερινός, ἑσπερινός, ὀπωρινός, πρωϊνός a poetic (Anth.) and later form for ὄρθριος (see Lob. ad Phryn., p. 51; Sturz, De dial. Maced. et Alex., p. 186; (Winer s Grammar, 25)), early: L T Tr WH. (Wisdom of Solomon 11:23 (22).)

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀρθρινός, -ή, -όν)
αυτός που αναφέρεται στον όρθρο, στην αυγή («τ' ορθρινό του τραγούδι το πουλί με τη φωνή του ψάλτη θα ταιριάσει», Παλαμ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ορθρινό
το εγερτήριο σάλπισμα («μα δεν ξυπνάει στο ορθρινό κανένας πεθαμένος», Γρυπ.)
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὀρθρινά
κατά την αυγή, κατά τα χαράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθρος + κατάλ. -ινός (πρβλ. εωθ-ινός, μεσημβρ-ινός)].

Greek Monotonic

ὀρθρῐνός: -ή, -όν (ὄρθρος), = ὄρθριος, σε Ανθ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθρῑνός: (иногда ῐ) утренний, ранний: ὀ. ἀποπτάμενος Anth. рано утром улетевший.