πειθήμων: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(31)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, -ονος, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[πειθήνιος]], [[υπάκουος]], [[ευπειθής]], [[πειθαρχικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που πείθει, [[πειστικός]], [[καταπειστικός]] («πειθήμονι φωνῇ», Τρυφιόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πειθ</i>- του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήμων]] (<b>πρβλ.</b> <i>αιδ</i>-[[ήμων]], <i>ελε</i>-[[ήμων]])].
|mltxt=-ον, -ονος, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[πειθήνιος]], [[υπάκουος]], [[ευπειθής]], [[πειθαρχικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που πείθει, [[πειστικός]], [[καταπειστικός]] («πειθήμονι φωνῇ», Τρυφιόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πειθ</i>- του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήμων]] (<b>πρβλ.</b> <i>αιδ</i>-[[ήμων]], <i>ελε</i>-[[ήμων]])].
}}
{{elru
|elrutext='''πειθήμων:''' 2, gen. ονος послушный, покорный (τινί Anth.).
}}
}}

Revision as of 01:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειθήμων Medium diacritics: πειθήμων Low diacritics: πειθήμων Capitals: ΠΕΙΘΗΜΩΝ
Transliteration A: peithḗmōn Transliteration B: peithēmōn Transliteration C: peithimon Beta Code: peiqh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A persuaded, obedient, Nonn.D.24.171,34.92, al. ; μῦθος ib.8.165.    II persuading, convincing, φωνή Tryph. 456.

German (Pape)

[Seite 543] ονος, gehorsam, folgsam, τινί, Sp., wie N. T.; Christod. 1, 12; auch überredend, überzeugend, Tryphiod. 455.

Greek (Liddell-Scott)

πειθήμων: -ον, ὁ ὑπακούων, εὐπειθής, τινὶ Ἀνθ. Π. 2. 12. 2) ὁ ἔχων πίστιν, πιστεύων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 15, κτλ. ΙΙ. ἐνεργ., καταπείθων, πειστικός, Wern εἰς Τρυφ. (γραπτ. Τριφ.) 455.

Greek Monolingual

-ον, -ονος, Α
(ποιητ. τ.)
1. πειθήνιος, υπάκουος, ευπειθής, πειθαρχικός
2. αυτός που πείθει, πειστικός, καταπειστικός («πειθήμονι φωνῇ», Τρυφιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + κατάλ. -ήμων (πρβλ. αιδ-ήμων, ελε-ήμων)].

Russian (Dvoretsky)

πειθήμων: 2, gen. ονος послушный, покорный (τινί Anth.).