πέρπερος: Difference between revisions
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
(6) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πέρπερος:''' -ον, [[ματαιόδοξος]], [[καυχησιάρης]], σε Πολύβ. | |lsmtext='''πέρπερος:''' -ον, [[ματαιόδοξος]], [[καυχησιάρης]], σε Πολύβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πέρπερος:''' ветреный, пустой, легкомысленный Polyb., Sext. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A vainglorious, braggart, Plb.32.2.5, 39.1.2, Arr.Epict.3.2.14, S.E.M.1.54; gloss on παρεμφάρακτος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 603] 2 Endgn, windbeutelig, leichtsinnig, bes. von geschwätzigen, eiteln Menschen, die mit Etwas großthun, bes. wie ἀλαζών, mit etwas Lügenhaftem, von ihnen selbst Ersonnenem; καὶ λάλος, Pol. 32, 6, 5. 40, 6, 2; vgl. Schol. Soph. Ant. 334, ἡ πέρπερος καὶ περιεργοτέρα γραμματική, S. Emp. adv. gramm. 54.
Greek (Liddell-Scott)
πέρπερος: -ον, (πρβλ. Λατ. perperus, perperam), κενόδοξος, μάταιος, κοινῶς «φανταγμένος», ὡς τὸ ἀλαζών, Πολύβ. 32. 6, 5., 40. 6, 2, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 54, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 2, 14· ― ἐντεῦθεν περπερεύομαι, ἀποθ., καυχῶμαι, κομπάζω, ἀλαζονεύομαι, Α΄, Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιγ΄, 4, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 5. 5, Εὐσταθ. Πονημάτ. 224. 83· πρβλ. ἐμπ-· ― περπερεία, ἡ, κενοδοξία, ἀλαζονεία, Κλήμ. Ἀλ. 251, Εὐστ. Πονημάτ. 228. 12· οὕτω, περπερότης, -ητος, ἡ, Ψευδο-Χρυσ. ― Λέξεις μεταγεν.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
léger, frivole, étourdi, indiscret.
Étymologie: cf. lat. perperus, perperam, de la R. Περ, être mauvais ; cf. lat. perdo, pessum, etc., de per- péjoratif, distinct de la prép. per et dont la forme parallèle pra a produit pravus.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που λέει μεγάλα λόγια και ψευτιές, κενόδοξος, φαντασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η μτγν. εμφάνιση της λ. πέρπερος οδηγεί στην υπόθεση ότι πρόκειται για δάνειο από τα λατ. perperam «ψεύτικα, εσφαλμένα» και perperus «εσφαλμένος, φαύλος», παρά τη σημασιολογική απόσταση τών δύο τύπων. Κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, η λ. συνδέεται με λιθουαν. pařpti «φουσκώνω»].
Greek Monotonic
πέρπερος: -ον, ματαιόδοξος, καυχησιάρης, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
πέρπερος: ветреный, пустой, легкомысленный Polyb., Sext.