πίεσμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πίεσμα:''' -ατος, τό ([[πιέζω]]), [[πίεση]], [[συμπίεση]], σε Ανθ.
|lsmtext='''πίεσμα:''' -ατος, τό ([[πιέζω]]), [[πίεση]], [[συμπίεση]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πίεσμα:''' ατος τό давление Anth.
}}
}}

Revision as of 02:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐεσμα Medium diacritics: πίεσμα Low diacritics: πίεσμα Capitals: ΠΙΕΣΜΑ
Transliteration A: píesma Transliteration B: piesma Transliteration C: piesma Beta Code: pi/esma

English (LSJ)

ατος, Dor. and later Gr. πίασμα, τό,

   A anything pressed:    1 pulpy mass left after pressing, pomace, μυροβαλάνου Gal.10.911, Gp.20.28 : pl., of cakes of olive-pulp, PSI9.1030.11 (ii A. D., in form πιάσματα).    2 juice pressed out, Dsc.1.78.    II = πίεσις, δακτύλου πιέσματι Eub.75.11 (πιάσματι codd.Ath.), cf.AP12.41 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 613] τό, 1) das Gedrückte, Gepreßte, sowohl der herausgedrückte Saft, als die ausgepreßte, trockne, übrig gebliebene Masse, Trestern, Sp. – 2) = πίεσις, Mel. 49 (XII, 41).

Greek (Liddell-Scott)

πίεσμα: Δωρ. καὶ μεταγεν. Ἀττ. πίασμα, τό, (πιέζω) τὸ πιεσθέν: ἢ ἡ μαλακὴ μᾶζα ἡ ὑπολειπομένη μετὰ τὴν πίεσιν, Γεωπ. 20. 28· ἢ ὁ διὰ τῆς πιέσεως ἐκρέων χυμός, Διοσκ. 1. 106· ἴδε Foës Oecon. ΙΙ. = πίεσις, δακτύλου πιάσματι Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 1. 11, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 41.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. 1 ce qu’on presse, masse pressée;
2 jus ou suc exprimé;
II. pression.
Étymologie: πιέζω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πίασμα Α πιέζω
το αποτέλεσμα της πίεσης, καθετί που προέρχεται από πίεση, κάθε πεπιεσμένο («πίεσμα μυροβαλάνου» — η μάζα του μυροβαλάνου που απομένει μετά τη σύνθλιψή του, Γαλ.)
νεοελλ.-μσν.
άλλος τύπος του όρου της βυζαντινής μουσικής πίασμα
αρχ.
1. στον πληθ. τὰ πιέσματα
πίτες που παρασκεύαζαν από πεπιεσμένες ελιές
2. το υγρό που προέρχεται από πίεση ή σύνθλιψη
3. η πίεση («δακτύλου πιέσματι», Εύβουλ.).

Greek Monotonic

πίεσμα: -ατος, τό (πιέζω), πίεση, συμπίεση, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πίεσμα: ατος τό давление Anth.