πολλαπλόος: Difference between revisions
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολλαπλόος:''' -η, -ον, συνηρ. -[[πλοῦς]], <i>-ῆ</i>, <i>-οῦν</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[πολλαπλός]], αυτός που είναι τόσες φορές μεγαλύτερος, σε Πλάτ.· [[ὄνομα]] πολλαπλοῦν, πολύπλοκο, αντίθ. προς το <i>ἁπλοῦν</i>, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., ἀνὴρ [[πολλαπλόος]], όχι [[απλός]] και [[ευθύς]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''πολλαπλόος:''' -η, -ον, συνηρ. -[[πλοῦς]], <i>-ῆ</i>, <i>-οῦν</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[πολλαπλός]], αυτός που είναι τόσες φορές μεγαλύτερος, σε Πλάτ.· [[ὄνομα]] πολλαπλοῦν, πολύπλοκο, αντίθ. προς το <i>ἁπλοῦν</i>, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., ἀνὴρ [[πολλαπλόος]], όχι [[απλός]] και [[ευθύς]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολλαπλόος:''' стяж. [[πολλαπλοῦς]] 2<br /><b class="num">1)</b> многократный, во много раз больший ([[βίος]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> многосложный, составленный из многих элементов ([[ὄνομα]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> многосторонний, многогранный ([[ἀνήρ]] Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:24, 1 January 2019
English (LSJ)
η, ον, contr. πολλα-πλοῦς, ῆ, οῦν,
A manifold, many times as long, βίος διπλοῦς καὶ π. Pl.Ti.75b; ὄνομα πολλαπλοῦν multi-compound, opp. ἁπλοῦν, διπλοῦν, Arist.Po.1457a35; π. ἡ ἐνέργεια Iamb. Comm. Math.8. II metaph., ἀνὴρ διπλοῦς, π., i.e. not simple and straightforward, Pl.R.397e.
German (Pape)
[Seite 658] zsgzgn -πλοῦς, -πλῆ, -πλοῦν, vielfach, mannichfaltig, ἀνὴρ διπλοῦς καὶ πολλαπλοῦς, im Ggstz des einfachen, offenen und graden, Plat. Rep. III, 397 e, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολλαπλόος: -η, -ον, συνηρ. πλοῦς, ῆ, οῦν, πολλάκις τοσοῦτος, βίος, διπλοῦς καὶ π. Πλάτ. Τίμ. 75Β· ὄνομα πολλαπλοῦν, τὸ ἐκ πολλῶν σύνθετον, ἀντίθετ. τῷ ἁπλοῦν, διπλοῦν, Ἀριστ. Ποιητ. 21, 3. ΙΙ. μεταφορ., ἀνὴρ διπλοῦς καὶ π., ὡς τὸ Λατ. multiplex, δηλ. οὐχὶ ἁπλοῦς καὶ εὐθύς, Πλάτ. Πολ. 397Ε.
French (Bailly abrégé)
όη, όον;
1 multiple;
2 fig. qui prend toutes sortes de formes, artificieux.
Étymologie: πολύς, -πλοος.
Greek Monotonic
πολλαπλόος: -η, -ον, συνηρ. -πλοῦς, -ῆ, -οῦν,
I. πολλαπλός, αυτός που είναι τόσες φορές μεγαλύτερος, σε Πλάτ.· ὄνομα πολλαπλοῦν, πολύπλοκο, αντίθ. προς το ἁπλοῦν, σε Αριστ.
II. μεταφ., ἀνὴρ πολλαπλόος, όχι απλός και ευθύς, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
πολλαπλόος: стяж. πολλαπλοῦς 2
1) многократный, во много раз больший (βίος Plat.);
2) многосложный, составленный из многих элементов (ὄνομα Arst.);
3) многосторонний, многогранный (ἀνήρ Plat.).