πολυάνωρ: Difference between revisions

From LSJ
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυάνωρ:''' [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[πολυάνθρωπος]], [[πολυσύχναστος]], σε Ευρ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> γυνὴ [[πολυάνωρ]], [[σύζυγος]] με πολλούς συζύγους, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πολυάνωρ:''' [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[πολυάνθρωπος]], [[πολυσύχναστος]], σε Ευρ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> γυνὴ [[πολυάνωρ]], [[σύζυγος]] με πολλούς συζύγους, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυάνωρ:''' ορος (ᾱ) adj.<br /><b class="num">1)</b> многолюдный ([[πόλις]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> обильно посещаемый ([[ξενόεις]] [[θρόνος]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> имевшая много мужей ([[γυνή]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 02:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠάνωρ Medium diacritics: πολυάνωρ Low diacritics: πολυάνωρ Capitals: ΠΟΛΥΑΝΩΡ
Transliteration A: polyánōr Transliteration B: polyanōr Transliteration C: polyanor Beta Code: polua/nwr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ,

   A with many men, much-frequented, θρόνος E.IT1281 (lyr.); πόλις Ar.Av.1313 (lyr.); εὐνομία IG42(1).129.12 (Epid.).    II γυνὴ π. wife of many husbands, A.Ag.62 (anap.).

German (Pape)

[Seite 659] ορος, poet. = πολύανδρος; Eur. I. T. 1281; Ar. Av. 1313; Aesch. Ag. 62 auch γυνή, die viele Ehemänner hat.

Greek (Liddell-Scott)

πολυάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, πολυάνθρωπος, λίαν συχναζόμενος, θρόνος Εὐρ. Ι. Τ. 1282· πόλις Ἀριστοφ. Ὄρν. 1313. ΙΙ. γυνὴ π., γυνὴ ἔχουσα πολλοὺς ἄνδρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 62· πρβλ. πολύανδρος ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
1 abondant en hommes, populeux;
2 qui a eu plusieurs époux.
Étymologie: πολύς, ἀνήρ.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός στον οποίο συχνάζουν πολλοί, κοσμοβριθής
2. αυτός που κατοικείται από πολλά άτομα
3. φρ. α) «πολυάνωρ εὐνομία» — ευνομία που υπάρχει σε πολυάνθρωπη πολιτεία
β) «γυνή πολυάνωρ» — γυναίκα που έχει πολλούς συζύγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -άνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. μεγ-άνωρ].

Greek Monotonic

πολυάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ,
I. πολυάνθρωπος, πολυσύχναστος, σε Ευρ., Αριστοφ.
II. γυνὴ πολυάνωρ, σύζυγος με πολλούς συζύγους, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πολυάνωρ: ορος (ᾱ) adj.
1) многолюдный (πόλις Arph.);
2) обильно посещаемый (ξενόεις θρόνος Eur.);
3) имевшая много мужей (γυνή Aesch.).