ῥυσότης: Difference between revisions
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥῡσότης:''' -ητος, ἡ, [[ρυτίδωση]], [[πτύχωση]], [[ζάρωμα]], [[τσαλάκωμα]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ῥῡσότης:''' -ητος, ἡ, [[ρυτίδωση]], [[πτύχωση]], [[ζάρωμα]], [[τσαλάκωμα]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥῡσότης:''' ητος ἡ морщинистость Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:24, 1 January 2019
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A wrinkledness, wrinkles, Plu.Galb.13, Antyll. ap. Orib.44.8.2.
German (Pape)
[Seite 853] ητος, ἡ, Runzligkeit, runzliges Wesen, Runzeln, Plut. Galb. 13 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῡσότης: -ητος, ἡ, ῥυτίδωσις, Πλουτ. Γάλβ. 13, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
front ridé.
Étymologie: ῥυσός.
Greek Monolingual
-ητος, ἡ, Α ῥυσός
ρυτίδωση, ζάρωμα.
Greek Monotonic
ῥῡσότης: -ητος, ἡ, ρυτίδωση, πτύχωση, ζάρωμα, τσαλάκωμα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ῥῡσότης: ητος ἡ морщинистость Plut.