ῥίνημα: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(36) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / (ῥινημα, ΝΑ [<i>ῥινῶ</i> (ΙΙ)]<br />το [[ρίνισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] κολλυρίου. | |mltxt=το / (ῥινημα, ΝΑ [<i>ῥινῶ</i> (ΙΙ)]<br />το [[ρίνισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] κολλυρίου. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥίνημα:''' ατος (ῑ) τό тж. pl. опилки, оскребки Eur., Sext. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:24, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῑ], ατος, τό, (ῥινέω)
A that which is filed off, filings, in sg. and pl., χαλκοῦ Hp.Mul.1.78, Herod.7.81; ἀργύρου S.E.P.1.129; ἐλέφαντος τοῦ ὀδόντος Aret.CD2.13; πριστοῖσι λόγχης . . ῥινήμασιν E.Fr. 724. II an eyesalve, Gal.12.778.
German (Pape)
[Seite 844] τό, das Abgefeilte, die Feilspäne, Raspelspäne; Eur. frg.; χρυσοῦ, Hdn. 1, 7, 9; ἀργύρου, S. Emp. pyrrh. 1, 129. – Auch eine Art Pflaster, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ῥίνημα: τό, (ῥινέω) τὸ ἐκ τοῦ ῥινιζομένου πράγματος πῖπτον ψῆγμα, «ῥινίδι», ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθυντικῷ, χαλκοῦ Ἱππ. 626. 41· ἀργύρου Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 129, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 43· ἐλέφαντος τοῦ ὀδόντος Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 13· πριστοῖσι λόγχης ... ῥινήμασιν Εὐρ. Ἀποσπ. 725.
Greek Monolingual
το / (ῥινημα, ΝΑ [ῥινῶ (ΙΙ)]
το ρίνισμα
αρχ.
ονομασία κολλυρίου.
Russian (Dvoretsky)
ῥίνημα: ατος (ῑ) τό тж. pl. опилки, оскребки Eur., Sext.